-
1 κρεάγρα
A flesh-hook, to take meat out of the pot, Ar.Eq. 772 (ubi v. Sch.), V. 1155, Anaxipp.6.2, LXX 1 Ki.2.14, PLond. 2.191.10 (ii A. D.), etc.: generally, hook to seize or drag by, Ar.Ec. 1002.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεάγρα
-
2 κρέας
Grammatical information: n.Meaning: `meat, piece of meat'.Other forms: Gen. κρέως (sec. κρέατος; Attica 338a); Pl. nom. κρέᾰ (Il., innovation; very uncertain κρέατα Od.), gen. κρεῶν (IA.), also κρειῶν (Hom.; prob. for κρεέων), κρεάων (h. Merc. 130; Zumbach Neuerungen 3), dat. κρέασι (Il.), also κρέεσσι (Orac. ap. Hdt. 1, 47), κρεάεσσι (late Ep.).Dialectal forms: Dor. κρῆςCompounds: As 1. member usually κρεο- (after the ο-stems), e.g. κρεο-κοπέω `cut meat' (A., E.), also κρεω- (after γεω-, λεω- a. o.) as v. l. and e.g. in κρεω-δαίτης `meat-distributor' (Phld.), κρε-άγρα `meat-pincer' (Ar.; elision, from κρεο-), κρεᾱ-νόμος, - έω, - ία `distributing meat' (E., Is., hell.; after ἀγορᾱ-νόμος; after this κρεᾱ-δοτέω, - σία), κρεη-φαγέω `eat meat' (Hp., analogical beside κρεο-φ.). Details on the inflexion Schwyzer 516, Sommer Μνήμης χάριν 2, 145 ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 209 f.; on the form of the 1. member Solmsen Unt. 23 n. 1. Rarely as 2. member: πάγ-κρεας `sweetbread, pancreas' (Arist., medic.), γλυκύ-κρεος `with sweet meat' (Sophr.) a. o.Derivatives: Diminut. κρεᾳδιον (IA.), κρεΐσκος (Alex. 189), κρεύλλιον (Theognost.); with κρεώδης `meaty' (Arist., Thphr.), κρεῖον `butcher' stall' (I 206; H. κρήϊον), after ἀγγεῖον a.o.; not with Specht KZ 62, 230 n. 2 and Ursprung 126 from *κρέϜι-ον with old i-stem; quite uncertain κρηστήριον (Attica IVa).Etymology: But for the accent κρέας can be identical with Skt. kravíṣ- n. `raw flesh'; basis * kreuh₂s- n. Wrong Benveniste Origines 31. Skt. krūr-á- `raw, bloody' \< * kruh₂-ro-. Beside it Skt. kravyám n. `raw flesh' = OPr. krawian n., Lith. kraũjas m. `blood' (all *kreuh₂-i̯-); with diff. ablaut e.g. OCS krъvь f. `blood' (* kruh-i-). - More forms Pok. 621f., W.-Hofmann s. cruor, crūdus, cruentus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kraũjas, Vasmer Russ. et.Wb. s. krovь.See also: S. auch κρύος.Page in Frisk: 2,11-12Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρέας
См. также в других словарях:
λιθάγρα — η σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ανύψωση ογκωδών λίθων στα λατομεία ή κατά την εκτέλεση λιμενικών έργων, αλλ. λιθαγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. κρε άγρα, ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek
πυράγρα — η, ΝΜΑ λαβίδα αποτελούμενη από δύο σκέλη κατάλληλη για το ανασκάλεμα τής φωτιάς, πυρολαβίδα, μασιά νεοελλ. μεταλλική λαβίδα που χρησιμοποιείται από τους σιδηρουργούς για τη συγκράτηση τών διάπυρων μεταλλικών τεμαχίων, τσιμπίδα αρχ. (γενικά)… … Dictionary of Greek
οδοντάγρα — η (ΑΜ ὀδοντάγρα, Α ιων. τ. ὀδοντάγρη) λαβίδα εξαγωγής δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. κρε άγρα, πυράγρα)] … Dictionary of Greek
κρεάγρα — η (Α κρεάγρα) περόνη ή λαβίδα που χρησιμεύει για το βγάλσιμο τού κρέατος από τη χύτρα («καὶ πᾱν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς», ΠΔ.) αρχ. άγκιστρο, αρπάγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + άγρα (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. οστ άγρα,… … Dictionary of Greek
συναγρίδα — (dentex dentex). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και ισχυρό σώμα, πεπιεσμένο στα πλευρά· η ράχη έχει χρώμα γαλάζιο, ενώ τα πλευρά και η κοιλιά είναι άσπρα αργυρόχρωμα. Το κεφάλι, μάλλον μεγάλο … Dictionary of Greek