Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κρέως

См. также в других словарях:

  • κρέως — κρέας flesh neut gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδύκρεως — ἡδύκρεως, ων, γεν. ω (Α) (για ζώα ή πτηνά) αυτός που έχει γλυκό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ * + κρεως (< κρέας), πρβλ. δί κρεως, κατά κρεως] …   Dictionary of Greek

  • λιπόκρεως — λιπόκρεως, ων (AM) αυτός που χάνει το κρέας του, που γίνεται ισχνός, που αδυνατίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + κρεως (< κρέας), πρβλ. δί κρεως, ηδύ κρεως] …   Dictionary of Greek

  • πολύκρεος — ον / πολύκρεως, ων, ΜΑ αυτός που αποτελείται από πολλά φαγητά με κρέας (α. «πολύκρεος δίαιτα», Αναστ. Σιν. β. «πολύκρεως εὐωχία», Ευσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρεος / κρεως (< κρέας), πρβλ. γλυκύ κρεος, ηδύ κρεως] …   Dictionary of Greek

  • PORCI — solis hominum Aegyptiis, ad agrorum coltum adhibiti sunt. Nempe, ut apud Aelian. Histor. Anim. l. 10. c. 16. refert Eudoxus, τοῦ ςίτου ςπαρέντος, ἐπάγουςι τὰς ἀγέλας ἀυτῶν, αἰ δὲ πατοῦςι τὸν ςπορὸν καὶ εἰς ὑγρὰν τὴν γῆν ὠθοῦςι, ἵνα μένῃ ἔμβιος,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταγοητεύω — (AM καταγοητεύω) γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, μαγεύω κάποιον, σαγηνεύω αρχ. 1. εξαπατώ με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», Ξεν.) 2. γαληνεύω κάποιον, κατευνάζω κάποιον 3. παθ. καταγοητεύομαι παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε… …   Dictionary of Greek

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

  • τόνθων — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ Κορίννῃ ἐπὶ νωτιαίου κρέως τὸ ὄνομα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. τένθης* «λαίμαργος» με φωνηεντισμό ο και έχει σχηματιστεί πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. *τόνθος με επίθημα ων (πρβλ. γρόνθων: γρόνθος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»