Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κρεο-

См. также в других словарях:

  • Инкорпорирующие языки — или внедряющие (нем. einverleibend), иначе полисинтетические процесс инкорпорации свойственен, главным образом, американским языкам, но встречается также и в некоторых языках Старого Света, напр. в коларийских (см.), как санталь, коль и др. В… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ζάβορος — ζάβορος, ον (Α) αυτός που κατατρώει, που καταβροχθίζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + βορος (< βορά), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • ζυθοπώλης — ο (Α ζυθοπώλης) 1. πωλητής ζύθου 2. ιδιοκτήτης ζυθοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + πωλης (< πωλώ), πρβλ. κρεο πώλης, οινο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • ιχθυβόρος — ἰχθυβόρος, ον (Α) αυτός που τρώει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • καφεκόπτης — ο ο ιδιοκτήτης τού καφεκοπτείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κόπτης (< κό πτω), πρβλ. κρεο κόπτης, χαρτο κόπτης] …   Dictionary of Greek

  • κρασοπουλειό — το (Μ κρασοπωλεῑον) μαγαζί όπου πωλείται κρασί, οινοπωλείο ή ταβέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασοπωλεῖον < κρασί + πωλεῖον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πωλείον, κρεο πωλείον. Ο τ. κρασοπουλειό προήλθε με κώφωση του ω , καταβιβασμό τού τόνου και …   Dictionary of Greek

  • κρεατόκονις — η το κρεατάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρεο ) + κόνις «σκόνη»] …   Dictionary of Greek

  • κρειοφάγος — κρειοφάγος, ον (Α) σαρκοφάγος, σαρκοβόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο βλ. κρεο + φάγος (< θ. φαγ πρβλ. ἔ φαγ ον), πρβλ. σαρκοφάγος, φυτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • κριθοφάγος — κριθοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κριθάρι («κριθοφάγοι ὄρνιθες», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. κρεο φάγος, σιτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • κυνοφαγώ — κυνοφαγῶ, έω (Α) τρώγω σκυλήσιο κρέας («Θρᾳκῶν ἔνιοι κυνοφαγεῑν ἱστοροῡνται», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + φαγῶ (< φαγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φαγώ, κρεο φαγώ] …   Dictionary of Greek

  • λαγοδαίτης — λαγοδαίτης, ὁ (Α) (για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ* κρεο δαίτης, χρηματο δαίτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»