-
1 κρεο-
-
2 κρεοπωλικός
A of or for a butcher,τράπεζα Plu.2.643a
:—fem. [suff] κρεό-πωλις ἀγορά the meat market, Hsch. s.v. κάπηλα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοπωλικός
-
3 κρεοβορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοβορέω
-
4 κρεοβόρος
κρεο-βόρος, ον,A fed on flesh, A.Supp. 287 (Abresch for κρεόβροτος).Rev. Supplement: κρεοβόρος feeding on meat; κρεόβοτος fed on meatGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοβόρος
-
5 κρεοδαισία
κρεο-δαισία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοδαισία
-
6 κρεοδαιτέω
A distribute meat, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοδαιτέω
-
7 κρεοδαίτης
A distributor of meat, carver at a public meal, Plu.Lys.23, Ages.8, Poll.6.34, 7.25: [pref] κρεω-, Phld.Vit. p.26 J.:—fem. [full] κρεοδαῖτιςἀρχή Poll.6.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοδαίτης
-
8 κρεοδείρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοδείρα
-
9 κρεοδοσία
κρεο-δοσία, ἡ,A = κρεοδαισία, Zonar., v.l. in Plu.Demetr.11:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοδοσία
-
10 κρεοδοτέω
κρεο-δοτέω, Zonar.:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοδοτέω
-
11 κρεοδότης
A = κρεοδαίτης, CIG 4485 ([place name] Palmyra), Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοδότης
-
12 κρεοδόχος
κρεο-δόχος, ον,A = κρειοδόκος, Sch.Il.9.206, Hsch.s.v. κρήϊον, EM536.57 ( κρεω-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοδόχος
-
13 κρεοθέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοθέτης
-
14 κρεοθηκάριος
κρεο-θηκάριος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοθηκάριος
-
15 κρεοθήκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοθήκη
-
16 κρεοκάκκαβος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοκάκκαβος
-
17 κρεοκοπέω
A cut up like meat: hence, hack in pieces,κ. δυστήνων μέλη A.Pers. 463
;μέλη ξένων E.Cyc. 359
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοκοπέω
-
18 κρεοκόπος
κρεο-κόπος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοκόπος
-
19 κρεοποιός
κρεο-ποιός, ὁ,A butcher, ib.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοποιός
-
20 κρεοπωλέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοπωλέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Инкорпорирующие языки — или внедряющие (нем. einverleibend), иначе полисинтетические процесс инкорпорации свойственен, главным образом, американским языкам, но встречается также и в некоторых языках Старого Света, напр. в коларийских (см.), как санталь, коль и др. В… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ζάβορος — ζάβορος, ον (Α) αυτός που κατατρώει, που καταβροχθίζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + βορος (< βορά), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek
ζυθοπώλης — ο (Α ζυθοπώλης) 1. πωλητής ζύθου 2. ιδιοκτήτης ζυθοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + πωλης (< πωλώ), πρβλ. κρεο πώλης, οινο πώλης] … Dictionary of Greek
ιχθυβόρος — ἰχθυβόρος, ον (Α) αυτός που τρώει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek
καφεκόπτης — ο ο ιδιοκτήτης τού καφεκοπτείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κόπτης (< κό πτω), πρβλ. κρεο κόπτης, χαρτο κόπτης] … Dictionary of Greek
κρασοπουλειό — το (Μ κρασοπωλεῑον) μαγαζί όπου πωλείται κρασί, οινοπωλείο ή ταβέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασοπωλεῖον < κρασί + πωλεῖον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πωλείον, κρεο πωλείον. Ο τ. κρασοπουλειό προήλθε με κώφωση του ω , καταβιβασμό τού τόνου και … Dictionary of Greek
κρεατόκονις — η το κρεατάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρεο ) + κόνις «σκόνη»] … Dictionary of Greek
κρειοφάγος — κρειοφάγος, ον (Α) σαρκοφάγος, σαρκοβόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο βλ. κρεο + φάγος (< θ. φαγ πρβλ. ἔ φαγ ον), πρβλ. σαρκοφάγος, φυτο φάγος] … Dictionary of Greek
κριθοφάγος — κριθοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κριθάρι («κριθοφάγοι ὄρνιθες», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον αόρ. τού ἐσθίω), πρβλ. κρεο φάγος, σιτο φάγος] … Dictionary of Greek
κυνοφαγώ — κυνοφαγῶ, έω (Α) τρώγω σκυλήσιο κρέας («Θρᾳκῶν ἔνιοι κυνοφαγεῑν ἱστοροῡνται», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + φαγῶ (< φαγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο φαγώ, κρεο φαγώ] … Dictionary of Greek
λαγοδαίτης — λαγοδαίτης, ὁ (Α) (για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ* κρεο δαίτης, χρηματο δαίτης] … Dictionary of Greek