Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κραδίας

См. также в других словарях:

  • κραδίας — κραδίας, ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) [κράδη] 1. (για τυρί) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς 2. φρ. μουσ. «κραδίης νόμος» αυλητικός νόμος ο οποίος εκτελούνταν κατά τη μαστίγωση τών φαρμακών, δηλαδή τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας… …   Dictionary of Greek

  • κραδίας — κραδίᾱς , καρδία heart fem acc pl κραδίᾱς , καρδία heart fem gen sg (attic doric aeolic) κραδίᾱς , κραδίας curdled with fig juice masc acc pl κραδίᾱς , κραδίας curdled with fig juice masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίου — κραδίας curdled with fig juice masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδία — κραδίᾱ , καρδία heart fem nom/voc/acc dual κραδίᾱ , καρδία heart fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κραδίᾱ , κραδίας curdled with fig juice masc nom/voc/acc dual κραδίας curdled with fig juice masc voc sg κραδίᾱ , κραδίας curdled with fig… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίαι — καρδία heart fem nom/voc pl κραδίᾱͅ , καρδία heart fem dat sg (attic doric aeolic) κραδίας curdled with fig juice masc nom/voc pl κραδίᾱͅ , κραδίας curdled with fig juice masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίαν — κραδίᾱν , καρδία heart fem acc sg (attic doric aeolic) κραδίᾱν , κραδίας curdled with fig juice masc acc sg (attic epic doric aeolic) κραδίας curdled with fig juice masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίᾳ — κραδίαι , καρδία heart fem nom/voc pl κραδίᾱͅ , καρδία heart fem dat sg (attic doric aeolic) κραδίαι , κραδίας curdled with fig juice masc nom/voc pl κραδίᾱͅ , κραδίας curdled with fig juice masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… …   Dictionary of Greek

  • πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο …   Dictionary of Greek

  • κραδίαις — καρδία heart fem dat pl κραδίας curdled with fig juice masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίη — καρδία heart fem nom/voc sg (epic ionic) κραδίας curdled with fig juice masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»