-
41 макушка
маку́шк||аж1. ἡ κορυφή:\макушка горы τό κορφοβούνι· на \макушкае дерева στήν κορυφή τοῦ δέντρου·2. (головы) разг ἡ κορυφή (τοῦ κεφαλιού)· ◊ у́шки на \макушкае разг ἐχει τσιτωμένα τά αὐτιά του. -
42 κορυφήι
κορυφῇ, κορύπτωbutt with the head: aor subj pass 3rd sgκορυφῇ, κορυφήhead: fem dat sg (attic epic ionic) -
43 κορυφῆι
κορυφῇ, κορύπτωbutt with the head: aor subj pass 3rd sgκορυφῇ, κορυφήhead: fem dat sg (attic epic ionic) -
44 верхушка
-и θ.1. κορυφή•верхушка горы, дерева η κορυφή βουνού, δέντρου.
2. κορωνίδα•правящая верхушка η διοικούσα κορυφή, οι κορυφαίοι(ανώτατοι) διοικητές.
-
45 вершина
-ы θ.1. κορυφή•вершина горы η κορυφή του βουνού•
вершина угла η κορυφή της γωνίας.
2. Κολοφώνας, ακμή•на -е славы στον κολοφώνα της δόξας.
-
46 вершить
-шу, -шишь ρ.δ. ц.1. λύνω, λύω•трудные вопросы λύνω δύσκολα ζητήματα.
2. διαχειρίζομαι, διευθύνω, ρυθμίζω•вершить судьбами ρυθμίζω τις τύχες.
3. κορυφώνω, υψώνω•вершить стог κορυφώνω, φτιάχνω τήν κορυφή της θημωνιάς•
-дом χτίζω την κορυφή (την τελευταία σειρά) του σπιτιού.
1. διεξάγομαι, γίνομαι, πραγματοποιούμαι•дела -атся и без него οι δουλιές γίνονται και χωρίς αυτόν.
2. κορυφώνομαι, υψώνομαι ως την κορυφή. -
47 κορυφα
-
48 гребень
1. (верхняя часть, вершина) η ράχη, η κορυφογραμμή, το αντέρεισμα 2. (текст) το κτένι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гребень
-
49 шпиль
1. (судовая лебёдка) о εργάτης 2. (здания) η κορυφήο οβελίσκοςη πυραμιδοειδής κορυφή του οικοδομήματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шпиль
-
50 вершина
вершина ж η κορυφή \вершина горы το κορφοβούνι ◇ \вершина славы о Κολοφώνας της δόξας* * *жη κορυφήверши́на горы́ — το κορφοβούνι
••верши́на сла́вы — ο κολοφώνας της δόξας
-
51 пик
пик м 1) (горы ) η κορυφή 2) перен.: часы \пик οι ώρες της αιχμής* * *м1) ( горы) η κορυφή2) перен.часы́ пик — οι ώρες της αιχμής
-
52 верхушка
верхушкаж1. ἡ κορυφή/ τό κορφοβούνι (гора):\верхушка дерева ἡ κορ(υ)φή τοῦ ίύντρου· \верхушка легкого анат. ἡ κορυφή τοῦ ίΐνεύμονος·2. перен разг ἡ ήγεσία, οἱ εὐθύνοντες, οἱ τρανοί:правящая \верхушка ἡ εὐθύνουσα τάξη, οἱ εὐθύνοντες. -
53 Κορυφήι
-
54 Κορυφῆι
-
55 Κορυφής
-
56 Κορυφά
Κορυφά̱, Κορυφήhead: fem nom /voc /acc dualΚορυφά̱, Κορυφήhead: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
57 κορυφής
κορυφήhead: fem gen sg (attic epic ionic)——————κορύπτωbutt with the head: aor subj pass 2nd sgκορυφήhead: fem dat pl (epic) -
58 κορυφά
κορυφάςedge of the navel: fem voc sgκορυφά̱, κορυφήhead: fem nom /voc /acc dualκορυφά̱, κορυφήhead: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
59 top
I 1. [top] noun1) (the highest part of anything: the top of the hill; the top of her head; The book is on the top shelf.) κορυφή, πάνω μέρος2) (the position of the cleverest in a class etc: He's at the top of the class.) κορυφή3) (the upper surface: the table-top.) επιφάνεια, πάνω μέρος4) (a lid: I've lost the top to this jar; a bottle-top.) καπάκι, σκέπασμα, κάλυμμα5) (a (woman's) garment for the upper half of the body; a blouse, sweater etc: I bought a new skirt and top.) γυναικεία μπλούζα2. adjective(having gained the most marks, points etc, eg in a school class: He's top (of the class) again.) πρώτος, κορυφαίος, ανώτερος3. verb1) (to cover on the top: She topped the cake with cream.) σκεπάζω από πάνω2) (to rise above; to surpass: Our exports have topped $100,000.) ξεπερνώ3) (to remove the top of.) κορφολογώ•- topless- topping
- top hat
- top-heavy
- top-secret
- at the top of one's voice
- be/feel on top of the world
- from top to bottom
- the top of the ladder/tree
- top up II [top] noun(a kind of toy that spins.) σβούρα -
60 величина
-ы, πλθ. -чины θ.1. μέγεθος•пароход средней -ы ατμόπλοιο μέσου μεγέθους.
(μαθ.) έκταση, ποσότητα, ποσόν•постоянная величина σταθερή ποσότητα, σταθερό μέγεθος•
2. μτφ. κορυφή•крупная величина в науке κορυφή της επιστήμης.
См. также в других словарях:
κορυφή — κορυφή, η και κορφή, η 1. το ανώτατο σημείο της κεφαλής του ανθρώπου και των ζώων. 2. το ανώτατο σημείο οποιουδήποτε πράγματος: Ανέβηκε στην κορφή του βουνού. 3. ο τρυφερός βλαστός φυτού. 4. η πέτσα που σχηματίζει το γάλα στην επιφάνειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κορυφῇ — Κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
Κορυφή — Sp Korifė Ap Κορυφή/Koryfi L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κορυφῇ — κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύφη — κορύπτω butt with the head aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδάμ, Κορυφή του– — Βουνό (2.243 μ.) της Σρι Λάνκα, από γνεύσιο. Θεωρείται τόπος ιερός από τους ινδουϊστές, τους μουσουλμάνους και τους βουδιστές. Το επισκέπτονται πάρα πολλοί προσκυνητές, που πιστεύουν ότι ένα κοίλωμα στην κορυφή του είναι πατημασιά του Αδάμ ή του… … Dictionary of Greek
Κάτω Κορυφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 96 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπείας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. ΒΔ της πόλης της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αριδαίας … Dictionary of Greek
κορυφῆι — κορυφῇ , κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφῇ , κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)