-
1 κορυφή
Grammatical information: f.Meaning: `top, skull', also metph. (Il.).Other forms: Dor. - φάCompounds: Compp., e. g. κορυφᾱ-γενής `head born', prop. of Athena, metaph. (Pythag. in Plu. 2, 381f.), δι-κόρυφος `with two summits' (E., Arist.).Derivatives: κορυφαῖος m. `the firste, head-, choirleader' (IA.), second. adj. `at the head' (Plu., Hdn.), κορυφαιότης `leadership' ( Corp. Herm.); κορυφαῖον `the upper part of a hunting-net', - φαία `the head part of a bridle' (X., Poll.). - κορυφώδης `with summits' (Hp.). - κορυφάς f. `edge of the navel' (Hp. ap. Gal.); - φίς, - φών = κορυφή (Gloss.), κόρυφος m. = κορυφή (Epid.), = κόρυμβος γυναικεῖος H. - κορύφαινα f. name of a fish, ἵππουρις (Dorio ap. Ath.); on the motive Strömberg Fischnamen 59, on the suffix ibd. 137; κορύφια pl. kind of molluscs (Xenokr. ap. Orib.). - κορυφιστήρ = κορυφαῖον (Poll.), also `forehead-band' (sch.); cf. βραχιονιστήρ (Chantraine Formation 328), - ιστής `id.' (H.). - Denomin. verbs: 1. κορυφόομαι `rise up high' (Il.), `count together' (hell.), - όω `bring to the top' (medic.), with κορύφωμα `summum' (Ath. Mech.), - ωσις `top of a pyramide' (Nicom.). - 2. κορύπτω `butt with the skull (horns)' (Theoc.; on the formation Schwyzer 705) with κορυπτίλος `butting' (Theoc.); after τροχίλος, σποργίλος (Chantraine Formation 249), prob. hypocoristisc; also κορύπτης, - τόλης `id.' (EM, H.); ἐκορυπτίας ἐγαυρίας H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation with φ-suffix (Schwyzer 495, Chantraine 264), from an υ-stem (but the word is non-IE!), which some see in κόρυς; the meaning speaks against this deriv. - Wrong combinations in Bezzenberger-Fick BB 6, 237 (s. Bq) and Persson Beitr. 1, 179 (s. WP. 1, 406). - Since long recognized as Pre-Greek, κορυφ-, with prenasalization κορυμβ-.See also: - S. also κόρυμβος.Page in Frisk: 1,926-927Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κορυφή
-
2 Κορυφή
-
3 Κορυφῇ
-
4 κορυφή
-
5 κορυφῇ
-
6 Κορυφή
Κορυφήhead: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 κορυφή
κορυφήhead: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 κορυφή
κορυφή (cf. κόρυς, κάρη): crest, summit. (Il. and Od. 9.121.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κορυφή
-
9 κορύφη
κορύπτωbutt with the head: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) -
10 κορυφή
-ῆς ἡ N 1 20-12-9-4-10=55 Gn 49,26; Ex 17,9.10; 19,20(bis)summit, top Ex 17,9; crown, top of the head Dt 33,16; extremity, point, tip (of a finger) 4 Mc 10,7; headPrv 1,9Cf. DOGNIEZ 1992, 350; DORIVAL 1994, 97 -
11 κορυφή
A head, top: hence,1 crown, top of the head, of a horse, Il.8.83, X.Eq.1.11; of a man or god, h.Ap. 309, Pi.O.7.36, Hdt.4.187, Sammelb.6003.8 (iv A. D.): between βρέγμα and ἰνίον, Arist.HA 491a34;τὸ ὀστέον τῆς κ. Hp.VC2
.2 top, peak of a mountain (so mostly Hom.),οὔρεος ἐν κορυφῇς Il.2.456
;ὄρεος κορυφῇσι 3.10
, cf. Alcm.60.1;κορυφαὶ γαίας B.5.24
;κ. Οὐλύμποιο Il.1.499
, cf. Ar.Nu. 270;Αἴτνας μελάμφυλλοι κορυφαί Pi.P.1.27
;τηλαυγέ' ἀγ κορυφάν Id.Pae.7.12
;κ. πόληος Alc.Supp.17.6
;ἀστρογείτονας κ. A.Pr. 722
, cf. Hdt.4.49, 181, 9.99.3 generally, summit, top, κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν straight over the summit, ridge, Th.2.99, cf. IG42(1).71.11 (Epid., iv B. C.), OGI383.125 (Nemrud Dagh, i B. C.); κατὰ κ. [τῆς στήλης] ἔσφαττον (sc. ταύρους) Pl.Criti. 119e; ἵσταται κατὰ κ. ὁ ἥλιος in the zenith, Plu.2.938a; τὸ κατὰ κ., with or without σημεῖον, the zenith, Gem.5.64, etc., cf. Plu.Mar.11, Procl.Hyp.4.59; ταῖς τῶν κατὰ κ. λίθων ἐμβολαῖς by the stones falling vertically, Plb.8.7.3.4 apex, vertex of a triangle, Id.2.14.8; of the Delta, Pl.Ti. 21e; point of an angle,τὸ ἐπὶ τὴν κ. μέρος Plb.1.26.16
, etc.; apex of a cone, Arist.Mete. 362b3; κατὰ κορυφήν vertically opposite, of angles, Euc.1.15; of halves of double cone, Apollon. Perg.1 Def.5 extremity, tip, κορυφαὶ [κλημάτων], τῶν συγκυπτῶν, Thphr.CP3.14.8, Ath.Mech.22.8; in Anatomy, the os coccygis, Poll. 2.183: in pl., finger-tips, Ruf.Onom.85, cf. Poll.2.146: Medic., of an abscess, ἐς κορυφὴν ἀνισταμένης ἀποστάσιος coming to a head, Aret. SA1.7.II metaph., λόγων κορυφαί the sum of all his words, Pi.O.7.69, cf. Pae.8.23;ἔρχομαι ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Pl.Cra. 415a
; but λόγων κ. ὀρθάν true sense of legends, Pi.P.3.80; κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων springing from peak to peak, i.e. treating a subject disconnectedly, Emp.24; κ. ὁ λόγος ἐπιθεὶς ἑαυτῷ having reached its conclusion, put the finishing touch to itself, Plu.2.975a; κ. τοῦ κακοῦ height, full development of.., Aret.SD1.6; τοῦ πάθεος κ. ἴσχοντος ib.1.16.2 height, excellence of.., i.e. the choicest, best,κορυφαὶ πολίων Pi.N.1.15
; κ. ἀρετᾶν ib.34, cf. O.1.13; κ. ἀέθλων, of the Olympic games, Id.O.2.13, cf. N.9.9;φιάλαν.. πάγχρυσον κ. κτεάνων Id.O.7.4
; ὁ καιρὸς παντὸς ἔχει κορυφάν is the best of all, Id.P.9.79.3 κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα his head, i.e. his nod, A. Supp.92.4 ἡ τῆς οἰκουμένης κ., of Rome, Lib.Or.59.19. -
12 κορυφή
1) peak2) summit3) top4) vertexΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κορυφή
-
13 Κορυφαί
Κορυφήhead: fem nom /voc pl -
14 Κορυφέων
Κορυφήhead: fem gen pl (epic ionic) -
15 Κορυφήν
Κορυφήhead: fem acc sg (attic epic ionic) -
16 κορυφαί
κορυφήhead: fem nom /voc pl -
17 κορυφέων
κορυφήhead: fem gen pl (epic ionic) -
18 κορυφήν
κορυφήhead: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 κορυφήι
κορυφῇ, κορύπτωbutt with the head: aor subj pass 3rd sgκορυφῇ, κορυφήhead: fem dat sg (attic epic ionic) -
20 κορυφῆι
κορυφῇ, κορύπτωbutt with the head: aor subj pass 3rd sgκορυφῇ, κορυφήhead: fem dat sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
κορυφή — κορυφή, η και κορφή, η 1. το ανώτατο σημείο της κεφαλής του ανθρώπου και των ζώων. 2. το ανώτατο σημείο οποιουδήποτε πράγματος: Ανέβηκε στην κορφή του βουνού. 3. ο τρυφερός βλαστός φυτού. 4. η πέτσα που σχηματίζει το γάλα στην επιφάνειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κορυφῇ — Κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
Κορυφή — Sp Korifė Ap Κορυφή/Koryfi L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κορυφῇ — κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύφη — κορύπτω butt with the head aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδάμ, Κορυφή του– — Βουνό (2.243 μ.) της Σρι Λάνκα, από γνεύσιο. Θεωρείται τόπος ιερός από τους ινδουϊστές, τους μουσουλμάνους και τους βουδιστές. Το επισκέπτονται πάρα πολλοί προσκυνητές, που πιστεύουν ότι ένα κοίλωμα στην κορυφή του είναι πατημασιά του Αδάμ ή του… … Dictionary of Greek
Κάτω Κορυφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 96 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπείας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. ΒΔ της πόλης της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αριδαίας … Dictionary of Greek
κορυφῆι — κορυφῇ , κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφῇ , κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)