-
1 κορυφη
1) верхняя часть головы, макушка(Hom., Her.; μέσον ἰνίου καὴ βρέγματος κ., sc. ἐστίν Arst.)
2) вершина, верхушка(οὔρεος, Ἴδης Hom.; Καυκάσου Arst.)
3) высшая точкаτὸ κατὰ κορυφέν σημεῖον Plut. — зенит
4) мат. вершина(τοῦ κώνου Arst.)
5) перен. верх, совершенство(κορυφαὴ πολίων Pind.)
παντὸς ἔχειν κορυφάν Pind. — быть лучшим из всех;6) основной смысл, сущность, суть(λόγων προτέρων Pind. - ср. 8)
ἔρχομαι ἐπὴ τέν κορυφέν ὧν εἴρηκα Plat. — перехожу к сути того, что я сказал7) высшая власть(Διός Aesch.)
8) завершение, итог(λόγων κορυφαί Pind. - ср. 6)
τέν κορυφέν ἐπιτιθέναι Plut. — завершать, заканчивать -
2 Κορυφη
-
3 κορυφή
«κορυφή» ηвершина горы Афон (2033 м): -
4 κορυφή
ἡ κορυφή вершина, верх (ср. κορυφαίος верховный, главный, особ. в хоре: корифей) -
5 κορυφή
[корифи] ουσ θ вершина, верх, верхушка. -
6 Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί ομπρέλα
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα– Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου• В огороде бузина, а в Киеве дядька• Ни к селу, ни к городуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί ομπρέλα
-
7 Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, να βγάλω τα παπούτσια μου να μη βραχεί ομπρέλα
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα– Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου• В огороде бузина, а в Киеве дядька• Ни к селу, ни к городуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, να βγάλω τα παπούτσια μου να μη βραχεί ομπρέλα
-
8 κορυφα
-
9 ακρος
31) высший, верхнийἀκροτάτῃ κορυφῇ Hom. — на самой вершине;
ἐπ΄ ἄκρων ὀρέων Soph. — на вершинах гор;ἄκρη πόλις Hom. = ἀκρόπολις2) наружный, поверхностныйἄκρη ῥινός Hom. — поверхность кожи;
οὐκ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Eur. — это глубоко врезалось в мое сердце (ср. 3)3) крайнийἄκρη χείρ Hom., Her. — кисть руки, рука;
ἄκρα γλῶσσα Soph. — кончик языка;ἐπ΄ ἄκρων (sc. ποδῶν или δακτύλων) Soph. — на цыпочках;πεδίον ἄκρον Soph. — край равнины;ἄκρα ἱστία Arph. — край парусов;πρὸς ἄκρον μυηλὸν ψυχᾶς Eur. — до глубины души (ср. 2);ἄκρα νύξ Soph. — глубокая (поздняя) ночь;ἄ. ὀργήν Her. — вспыльчивый;οἱ ἄκροι Arst. — крайние классы, т.е. богачи и бедняки4) наилучший, превосходный, отличный(εἴς и περί τι Plat.; ἀνήρ Her.; τεχνῖται καὴ σοφισταί Plut.)
ἄκροι γενόμενοι ταύτην τέν ἡμέραν Her. — храбро сражаясь в этот день;ψυχέν οὐκ ἄ. Her. — павший духом, малодушный;οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως Plat. — величайшие представители поэзии;ἐγώ σοι μάντις εἰμὴ τῶν δ΄ ἄ. Soph. — это я тебе безошибочно предсказываю;ἄ. διαλέγεσθαι Plut. — искусный в споре;Ἄργείων ἄκροι Eur. — аргосская знать;ἥ ἄκρα ἐπιμέλεια Plut. — тщательный уход -
10 εγκαθιδρυω
( в или на чем-л.) ставить, помещать, воздвигать(ἄγαλμα Ἀθηνῶν χθονί Eur.)
ἀκροτάτῃ κορυφῇ τοῦ οὐρανοῦ ἐγκαθιδρύμενος Arst. — помещающийся в самой глубине неба -
11 ινιον
(ῑν) τό затылок(μέσον ἰνίου καὴ βρέγματος κορυφή, sc. ἐστιν Arst.; τὸν νῶτόν τινος καὴ τὸ ἰ. ἰδεῖν Plut.)
βεβλήκει κεφαλῆς κατὰ ἰνίον δουρί Hom. — он поразил (противника) копьем в тыльную часть головы;δόρυ διὰ ἰνίου ἦλθεν Hom. — копье прошло сквозь затылок -
12 Ισθμιος
-
13 μηλοσκοπος
-
14 αναβατός
η, όν доступный для подъёма;αναβατή κορυφή — доступная вершина
-
15 ανέρχομαι
(αόρ. ανήλθον) 1. μετ. подниматься;ανέρχομαι την κλίμακα — подниматься по лестнице;
2. αμετ.1) подниматься, взбираться;ανέρχομαι στην κορυφή — подниматься на вершину;
2) подниматься, повышаться (тж. о ценах);ανέρχεται η στάθμη των υδάτων — уровень воды поднимается;
3) перен. высоко подниматься; шагнуть вперёд; достигать (высокого положения);4) восходить (к прошлому), иметь своим началом; 5) достигать (какой-л. суммы); составлять (сумму); τα έξοδα ανήλθαν εις δέκα χιλιάδας расходы составили сумму в десять тысяч -
16 αργώ
(е) 1. αμετ.1) не работать, бездействовать;τό κατάστημα αργεί — магазин закрыт;
2) быть свободным, незанятым (о человеке);3) бездельничать, лодырничать, бить баклуши; 4) медлить, мешкать; запаздывать, опаздывать; б) не быть вспаханным, пустовать (о земле;) 2. μετ. задерживать; вызывать опоздание;αργεί να γράψει — он редко пишет;
μη με αργείτε — не задерживайте меня;
§ άργησα πολύ να σάς (1)δω я долго вас не видел;αργούμε να φτάσουμε στην κορυφή τού βουνού до вершины горы ещё далеко;να ξυπνήσω — поздно просыпаться;αργώ να κοιμηθώ — поздно ложиться спать;
δεν αργώ να σε διώξω — я не постесняюсь выгнать тебя;
όπου λαλούν πολλοί κοκόρρι αργεί να ξημερώσει посл. ≈ начальства много, а толку мало; у семи нянек дитя без глазу -
17 κορφή
η см. κορυφή -
18 οξύς
εία, ύ1) острый; остроконечный; заострённый, отточенный; οξεία σπάθη острая сабля; οξεία κορυφή острая вершина; 2) острый, сильный (о слухе, зрении, тж. о еде, боли, болезни и т. п.); 3) кислый; 4) перен. острый, остроумный; 5) резкий (тж. перен.), пронзительный (о голосе, звуке и т. п.); οξείες αντιθέσεις острые противоречия; § οξεία γωνία мат. острый угол -
19 Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα– Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου• В огороде бузина, а в Киеве дядька• Ни к селу, ни к городуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου
См. также в других словарях:
κορυφή — κορυφή, η και κορφή, η 1. το ανώτατο σημείο της κεφαλής του ανθρώπου και των ζώων. 2. το ανώτατο σημείο οποιουδήποτε πράγματος: Ανέβηκε στην κορφή του βουνού. 3. ο τρυφερός βλαστός φυτού. 4. η πέτσα που σχηματίζει το γάλα στην επιφάνειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κορυφῇ — Κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
Κορυφή — Sp Korifė Ap Κορυφή/Koryfi L Š Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κορυφῇ — κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύφη — κορύπτω butt with the head aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδάμ, Κορυφή του– — Βουνό (2.243 μ.) της Σρι Λάνκα, από γνεύσιο. Θεωρείται τόπος ιερός από τους ινδουϊστές, τους μουσουλμάνους και τους βουδιστές. Το επισκέπτονται πάρα πολλοί προσκυνητές, που πιστεύουν ότι ένα κοίλωμα στην κορυφή του είναι πατημασιά του Αδάμ ή του… … Dictionary of Greek
Κάτω Κορυφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 96 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπείας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. ΒΔ της πόλης της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αριδαίας … Dictionary of Greek
κορυφῆι — κορυφῇ , κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφῇ , κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)