Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κομισ-τήρ

См. также в других словарях:

  • σφραγιστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ μσν. ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.) αρχ. δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα τὴρ (πρβλ. κομισ τήρ, σωφρονισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • οικιστήρ — οἰκιστήρ, ήρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. οικιστής, ιδρυτής πόλεως («τῆσδε χθονὸς οἰκιστήρ», Πίνδ.) 2. μτφ. ο οδηγός, αυτός που υποδεικνύει τον τόπο τού αποικισμού («καὶ Λιβύην ἐσιόντι κόραξ ἡγήσατο λαῷ δεξιὸς οἰκιστήρ», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκίζω …   Dictionary of Greek

  • ολβιστήρ — ὀλβιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) αυτός που καθιστά κάποιον ευτυχισμένο, που παρέχει ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλβίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ονειδιστήρ — ὀνειδιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) ως επίθ. ονειδιστικός, υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνειδίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • συνοικιστήρ — ῆρος, ὁ, Α ιδρυτής πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • συριστήρ — ῆρος, ὁ, Α συριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (Ι) + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • συρμιστήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για κάψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + επίθημα ισ τήρ (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κομισ τήρ] …   Dictionary of Greek

  • σωφρονιστήρας — ο / σωφρονιστήρ, ῆρος, ΝΜΑ ανατ. ο τρίτος γομφίος οδόντας, αλλ. φρονιμίτης μσν. αρχ. σωφρονιστής αρχ. φρ. «σωφρονιστήρ λίθος» ο λίθος που ξανάφερε τον Ηρακλή στα λογικά του (Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα τήρ(ας) (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • υλιστήρ — ῆρος, ὁ, Α το στραγγιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»