-
61 подхалимство
-а ουδ.κολακεία, γαλιφιά, μαλαγανιά. -
62 пресмыкательство
-а ουδ.δουλική κολακεία• χαμέρπεια. -
63 угодливость
-и θ.1. περ ιπο ιητ ικότητα,. φιλοφροσύνη, εξυπηρέτηση.2. κολακεία, γαλιφιά. -
64 угодничество
-а ουδ.κολακεία, γαλιφιά. καλόπιασμα, μαλαγανιά. -
65 δυσχώριστος
δυσχώριστος, ον,A hard to separate, Gal.2.700 ([comp] Comp.); hard to distinguish,ἡ κολακεία τῆς φιλίας δ. Plu.2.51a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσχώριστος
-
66 κολακευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολακευτικός
-
67 κολακικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολακικός
-
68 νοθόω
-
69 πολυάρατος
A much-wished-for, much-desired,ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ π. θεὸς ἦλθεν Od.6.280
, cf. 19.404, h.Cer. 220: in [dialect] Att. Prose,τὴν πολυάρατον σοφίαν Pl.Tht. 165e
.II cursed, κολακεία, γόητες, Dam.Isid.18, 92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυάρατος
-
70 σαθρός
A unsound,σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Hp.Vict.1.15
; of diseased or unsound parts of the frame, τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται ibid.; γάλλοι καὶ ς. impotent, PGnom.244 (ii A.D.).2 of a vessel, cracked, opp.ὑγιής, εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Pl.Phlb. 55c
;εἴτε ὑγιὲς εἴτε σ. φθέγγεται Id.Tht. 179d
; ἀγγεῖα τετρημένα καὶ ς. Id.Grg. 493e; πίθοι σαθροί prob. in IG12.326.7; [φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Arist.Aud. 804a32
: metaph.,ἡ κολακεία σαθρὸν ὑπηχεῖ Plu.2.64e
.3 metaph., σ. κῦδος unsound fame, Pi. N.8.34; πρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι before any unsound thought comes into their heads, i.e. before they prove traitors, Hdt.6.109;σ. λόγοι E.Hec. 1190
, Rh. 639; τί τοῦτ' αἴνιγμα σημαίνεις ς.; Id.Supp. 1064; ;σ. μετάβασις Pl.Lg. 736e
;σ. ἐστι.. πᾶν ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον D.18.227
;εὕροιμ' ἂν ὅπῃ σαθρός ἐστι Pl.Euthphr.5c
; ;τὰ σ. τῆς τυραννίδος Plu. Dio 23
. Adv., σαθρῶς ἱδρυμένος built on unsound foundations, Arist.EN 1100b7. -
71 σύντροφος
σύντροφ-ος, ον,A brought up together with, τινι Hdt.1.99;ὦ Κύπριδι.. καὶ Χάρισι.. ξύντροφε Διαλλαγή Ar.Ach. 989
(lyr.); also c. gen., foster-brother,οἱ μόθακες σ. Λακεδαιμονίων Phylarch.43
J.; σ. τοῦ βασιλέως Σελεύκου, etc., OGI247.2 (Delos, ii B.C.), al., Plb.5.9.4, 32.15.10; and in Com. phrase,τηγάνων σ. μειρακύλλια Eub.75.2
; freq. of domestic animals,σ. τοῖσι ἀνθρώποισι Hdt.2.65
; τοῖς θηρίοις πόθος τῶν ς. X.Mem.2.3.4;ἔστι [λέων] πρὸς τὰ σ. καὶ συνήθη σφόδρα φιλοπαίγμων Arist.HA 629b11
; κυνίδιον ς. Plu.Aem.10;ὄρνις Luc.Lex.6
: abs., τὸ σ. γένος bred up with me, says Ajax of the Athenians, S.Aj. 861; of like habits with oneself, Pl.Lg. 949c:—freq. in Inscrr. and Pap., SIG798.6(Cyzicus, i A.D.), etc.; Ζωτίκῳ συντρόφῳ his foster-brother, CIG 3109 ([place name] Teos), cf. 3142.3 ([place name] Smyrna), 3268 (ibid.), BGU1058.50 (i B.C.); cf. συντρόφη:—τὸ σ., = συντροφία 1.1, Arist.EN 1161b34.2 generally, living with,τοῖς φονεῦσι S.El. 1190
; ξ. ὄμμα the eye or presence of a companion, Id.Ph. 171 (lyr.); used to a thing, σ. ὤν (sc. ἀνάγκαις) E.IT 1119 (lyr.);γυμνασίῳ Plu.2.130c
; φιλοσοφίᾳ, πενίᾳ, κολακείᾳ, Luc.Nigr.12,15: c. gen.,σ. τῆς τόλμης Plb.1.74.9
; ἁρμονίης, μέθας, AP7.26,423 (both Antip. Sid.).3 of things, habitual,νόσημα Hp.
Aër.7; ἢν μὴ ἐκ παιδίου σύντροφος ᾖ [ἡ νοῦσος] Id.Morb.Sacr.10; (lyr.); τὰ ξ. everyday evils, Th.2.50; τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως ς. the congenital property of nature, Pl.Plt. 273b; πῦρ τὸ ς. innate heat, Hp. de Arte12; σ. τινί natural to,χυμῷ Id.Off.11
;φάρμακον σ. ἐπιτέγξει Id.Fract.29
;ἡ σ. τισὶ φιλοπρωτία Phld.Rh.2.158
S.; τὸ ἐναντιώτατον [πρόσωπον] οὐδὲ σ. ἡμῖν ὑπάρχον the opposite face (that of the dying patient) not being familiar to us, Gal.18(2).25; τῇ Ἑλλάδι πενίη αἰεὶ ς. Hdt.7.102: c. gen., κτύπος φωτὸς σύντροφος his habitual cry, S.Ph. 203 (lyr.), cf. σύντροπος. Adv., - φως ἔχειν c. dat., to be suitable, Hp.Fract.32.II [voice] Act., joint-herd, fellow-herdsman,τῆς ἀγέλης Pl.Plt. 267e
.2 τοῖς ὕδασι σ. τῶν ἀναβλαστανόντων assisting in nourishing.., Pl.Lg. 845d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύντροφος
-
72 ἀνελευθερία
ἀνελευθερ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνελευθερία
-
73 ἀσέλγεια
ἀσέλγ-εια, ἡ,A licentiousness, wanton violence, Pl.R. 424e, Is.3.13, etc., : joined with ὕβρις, Id.21.1; insolence, opp. κολακεία, Phld.Lib.p.42 O.;τῶν δημαγωγῶν Arist.Pol. 1304b22
: Astrol., epith. of certain ζῴδια, Vett. Val.335.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσέλγεια
-
74 ἄθρυπτος
A unbroken, imperishable, Plu.2.1055b; tough, of flesh, Herophil. ap. Gal.4.596.II not enervated, Carm. Aur. 35; of language, not affected, λέξις ἀφελὴς καὶ ἄ. Plu.Lyc.21:—of a person, ἄ. εἰς γέλωτα never breaking into laughter, Id.Per.5;ὦτα ἄθρυπτα κολακείᾳ Id.2.38b
. Adv.- τως Id.Fab.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθρυπτος
-
75 ἐμφυσάω
A blow in,ἐς τὰς ῥῖνας Aret.CA1.2
, cf. POxy.1088.37; αὐλητρὶς ἐνεφύσησε breathed into the flute, Ar.V. 1219; οἴνῳ ἐ. Hippiatr.11.III blow up, inflate, τὸ μὲν [ τῆς τροφῆς]ἐμφυσᾶν, τὸ δὲ σαρκοῦν Arist.HA 603b30
;ἐ. τὰς φλέβας Id.Pr. 881b14
:—[voice] Pass., to be inflated or, generally, swollen, Hp.Coac. 154, Arist.HA 524a17, al.: metaph.,τῇ κολακείᾳ ἐμφυσώμενος Clearch.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφυσάω
-
76 ὑποδρομή
ὑπο-δρομή, ἡ, das Unter-, Hinab-, Hineinlaufen; καὶ κολακεία, Kriecherei; Zufluchtsort, Zuflucht, Rettung -
77 κόλαξ
κόλαξ, - ᾰκοςGrammatical information: m.Meaning: `flatterer, fawner' (Att. hell.).Compounds: Often as 2. member in the comedy, e. g. κνισο-κόλαξ, s. Risch IF 59, 277.Derivatives: κολακεία (Democr., Pl.), κολακίς f. (Clearch., Plu.), κολακικός `flattering' (Pl.) and κολακεύω `flatter' (Att. hell.); κολάκευμα (X.) `flattering', κολακευτικός `id.' (Pl.), κολακευτής = κόλαξ (Gloss.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Attic everyday language without etymology. Persson connects κηλέω, which is improb. because of the o-vowel; cf. Pok. 551, W.-Hofmann s. calumnia. Not better Pisani Ist. Lomb. 77, 553: to κέλλω, δύσκολος or Machek Slavia 16, 211 and Listy filol. 72, 69f.: to Slav. * cholcholiti in Czech. chlácholiti `soothe, acquiesce, flatter'. - Earlier attempts in Bq. - As the suffix - ακ- is Pre-Greek, so is the word prob.Page in Frisk: 1,896Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλαξ
-
78 Blandishment
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blandishment
-
79 Cajolery
subs.P. and V. θωπεία, ἡ, θωπεύματα, τά, P. κολακεία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cajolery
-
80 Flattery
subs.P. and V. θωπεία, ἡ, θωπεύματα, τά (Plat., Rep. 590C), P. κολακεία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Flattery
См. также в других словарях:
κολακεία — κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc/acc dual κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείᾳ — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… … Dictionary of Greek
κολακεία — η πράξη ή λόγος που αποβλέπει στο να κολακεύσει, καλόπιασμα: Με κολακείες προσπαθεί να αποχτήσει την εύνοια του διευθυντή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολακείας — κολακείᾱς , κολακεία flattery fem acc pl κολακείᾱς , κολακεία flattery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαι — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαν — κολακείᾱν , κολακεία flattery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακειῶν — κολακεία flattery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεῖαι — κολακεία flattery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαις — κολακεία flattery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείην — κολακεία flattery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)