Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἄθρυπτος

См. также в других словарях:

  • ἄθρυπτος — unbroken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθρυπτος, ον) αθρυμμάτιστος, άθραυστος αρχ. 1. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάποιον ή κάτι 2. ο μη επιτηδευμένος, ο απροσποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + θρύπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀθρυψία] …   Dictionary of Greek

  • ἀθρύπτως — ἄθρυπτος unbroken adverbial ἄθρυπτος unbroken masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθρυπτον — ἄθρυπτος unbroken masc/fem acc sg ἄθρυπτος unbroken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθρύπτου — ἄθρυπτος unbroken masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθρύπτους — ἄθρυπτος unbroken masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθρύπτῳ — ἄθρυπτος unbroken masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθρυπτα — ἄθρυπτος unbroken neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθρυπτοι — ἄθρυπτος unbroken masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθρυβος — η, ο ο άθρυπτος …   Dictionary of Greek

  • άθρυφτος — η, ο [άθρυπτος] αθρυμμάτιστος, άθραυστος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»