-
1 άθρυπτος
-
2 ἄθρυπτος
-
3 αθρυπτος
-
4 ἄθρυπτος
A unbroken, imperishable, Plu.2.1055b; tough, of flesh, Herophil. ap. Gal.4.596.II not enervated, Carm. Aur. 35; of language, not affected, λέξις ἀφελὴς καὶ ἄ. Plu.Lyc.21:—of a person, ἄ. εἰς γέλωτα never breaking into laughter, Id.Per.5;ὦτα ἄθρυπτα κολακείᾳ Id.2.38b
. Adv.- τως Id.Fab.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθρυπτος
-
5 ἄθρυπτος
-
6 αθρυμμάτιστος
άθρυπτος, η, ο [ος, ον ] нераскрошенный; нераздробленный -
7 άθρυπτον
-
8 ἄθρυπτον
-
9 αθρύπτως
-
10 ἀθρύπτως
-
11 ἄ-τρυφος
-
12 άθρυπτα
-
13 ἄθρυπτα
-
14 άθρυπτοι
-
15 ἄθρυπτοι
-
16 αθρύπτου
-
17 ἀθρύπτου
-
18 αθρύπτους
-
19 ἀθρύπτους
-
20 αθρύπτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄθρυπτος — unbroken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθρυπτος, ον) αθρυμμάτιστος, άθραυστος αρχ. 1. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάποιον ή κάτι 2. ο μη επιτηδευμένος, ο απροσποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + θρύπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀθρυψία] … Dictionary of Greek
ἀθρύπτως — ἄθρυπτος unbroken adverbial ἄθρυπτος unbroken masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθρυπτον — ἄθρυπτος unbroken masc/fem acc sg ἄθρυπτος unbroken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθρύπτου — ἄθρυπτος unbroken masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθρύπτους — ἄθρυπτος unbroken masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθρύπτῳ — ἄθρυπτος unbroken masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθρυπτα — ἄθρυπτος unbroken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθρυπτοι — ἄθρυπτος unbroken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθρυβος — η, ο ο άθρυπτος … Dictionary of Greek
άθρυφτος — η, ο [άθρυπτος] αθρυμμάτιστος, άθραυστος … Dictionary of Greek