-
1 κοίν'
κοινά, κοινόςcommon: neut nom /voc /acc plκοινά̱, κοινόςcommon: fem nom /voc /acc dualκοινά̱, κοινόςcommon: fem nom /voc sg (doric aeolic)κοινά, κοινόςcommon: neut nom /voc /acc plκοινέ, κοινόςcommon: masc voc sgκοινέ, κοινόςcommon: masc /fem voc sgκοιναί, κοινόςcommon: fem nom /voc pl -
2 κοιν-ωφελία
κοιν-ωφελία, ἡ, = κοινωφέλεια, E. M 462, 11.
-
3 κοιν-ωφελής
κοιν-ωφελής, ές, gemeinnützig, Philo u. a. Sp.
-
4 κοιν-ωφέλεια
κοιν-ωφέλεια, ἡ, Gemeinnützigkeit, D. Sic. 1, 51.
-
5 κοιν-ωφέλιμος
κοιν-ωφέλιμος, = κοινωφελής, Schol. Ar. Plut. 379, l. d.
-
6 κοινάσομαι
A v. κοινόω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινάσομαι
-
7 κοινωφελία
κοιν-ωφελία, ἡ,A common utility, Phld.Rh.1.174 S. (pl.), D.S.1.51: on the form ([suff] κοίν-εια Just.Nov.7.12 Ep.), cf. EM462.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωφελία
-
8 αμερικάνικος
κοιν.amerikanisch -
9 κοινάν
-
10 κοινανέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινανέω
-
11 κοινανία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινανία
-
12 κοινανικός
A = κοινωνικός, Archyt. ap. Stob.1.48.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινανικός
-
13 κοινάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινάριον
-
14 κοινεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινεών
-
15 κοινεῖον
κοιν-εῖον, τό,A common hall, Test.Epict. 4.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινεῖον
-
16 κοινισμός
κοιν-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινισμός
-
17 κοινόω
A : [tense] aor.ἐκοίνωσα Th.8.48
, Pl.Lg. 889d; [dialect] Dor.ἐκοίνᾱσα Pi.P.4.115
:—[voice] Med., [tense] fut.κοινώσομαι Id.N.3.12
codd. (leg. - άσομαι ([dialect] Dor.)), E.Med. 499: [tense] aor.ἐκοινωσάμην A.Ag. 1347
, Is.11.50, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐκοινώθην E.Andr.38
, Pl.Ti. 59b: [tense] pf. κεκοίνωμαι (in med. sense) E.Fr. 493:—communicate, impart information,κ. τινί τι A.Ch. 717
(in 673 an acc. must be supplied), E.Med. 685, Ar.Nu. 197, Th.4.4, etc.;μῦθον ἔς τινας E.IA44
(anap.);κ. τινὶ περί τινος A.Supp. 369
; νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν having imparted their journey to night alone (i.e. travelling by night without consulting any one), Pi.P.l.c.2 make common, share,κοινώσαντας τὴν δύναμιν κοινὰ καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἔχειν Th.1.39
, cf. Pl.Lg.l.c.; v.l. for ἐκοινώνησε in Arist.Pol. 1264a1:—in [voice] Med.,κοινάσομαι [ὕμνον] λύρᾳ Pi.N.
l.c.: [tense] aor. [voice] Med. in act. sense, Hp.Jusj.; κ. τὴν οὐσίαν τῇ τοῦ παιδός unite one to the other, Is.l.c.3 make common, defile,τὸν ἄνθρωπον Ev.Matt.15.11
;γαστέρα μιαροφαγίᾳ LXX 4 Ma.7.6
:— [voice] Med., deem profane, Act.Ap.10.15.II [voice] Med., c. acc., undertake together, make common cause in,βουλεύματα A.Ag. 1347
;κοινούμεθα.. ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον Pl.La. 196c
;τὸ πρᾶγμα D.32.30
; , cf. 858;κοινοῦσθαι τὸν στόλον Th. 8.8
;τὴν τύχην X.Vect.4.32
.2 take counsel with, consult, esp. an oracle or god, X.An.6.2.15, v.l. in HG7.1.27: generally,πρός τινας Pl.Lg. 930c
;περὶ πάντων ἑαυτοῖς Plb.7.16.3
;τοῖς ἰατροῖς περί τινων Gal.Consuet.5
;τοῖς φίλοις περὶ τὸ πρακτέον Hdn.7.8.1
; ὧν ἄν τις κοινώσαιτο δόξαις agree with, Arist.Metaph. 993b12: abs., ; simply, communicate,τὰ κατ' ἐμὲ τῇ βουλῇ Alciphr.3.72
;μηδὲν τῇ γυναικὶ χρήσιμον Men.Mon. 361
.3 c.gen., to be partner or partaker, τινος of a thing, E.Ph. 1709, Cyc. 634, Lys.12.93, etc.; τινί τινος with one in.., E.Andr. 933.III [voice] Pass., have communication with,λέχει E.Andr.38
, cf. 217: metaph., ; ξανθῷ χρώματι -ωθέν, i.e. tinged with yellow, Id.Ti. 59b. -
18 κοίνωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοίνωμα
-
19 κοινωμάτιον
κοιν-ωμάτιον, τό,A band, tie, ib.64.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινωμάτιον
-
20 κοινών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κοίν' — κοινά , κοινός common neut nom/voc/acc pl κοινά̱ , κοινός common fem nom/voc/acc dual κοινά̱ , κοινός common fem nom/voc sg (doric aeolic) κοινά , κοινός common neut nom/voc/acc pl κοινέ , κοινός common masc voc sg κοινέ , κοινός common masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινεών — κοινεών, ὁ (Α) ο κοινωνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιν άνων (< κοινός + κατάλ. ᾱων, πρβλ. διδυμ άων, ξυν άων). Η κατάλ. εών είναι η ιωνική αττική μορφή τής ομηρικής ᾱων. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη μορφή ᾱν (πρβλ. κοιν άν) και στην… … Dictionary of Greek
Arvanites — Total population est. 50,000 200,000 (see below) Regions with significant populations Attica, Peloponnese, Boeotia, Ep … Wikipedia
COIX — Graece κόιξ, item ἄιρων; unde Latin. oero, de qua voce diximus, sporta vel fiscina est, quâ aliquid tollitur, et fertur: Infima Graecia προφορά ρια vocavit. Hesychius interpretatur πλέγματα, τὰ πεῶλεγμένα ἐκ φύλλων δένδρου σκεὐη, φορμοὺς, unde et … Hofmann J. Lexicon universale
έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… … Dictionary of Greek
αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… … Dictionary of Greek
ακτινόμορφος — η, ο 1. ακτινοειδής 2. το ουδ. ως ουσ. Βοτ. Ακτινόμορφο ή ακτινωτό κάθε φυτικό όργανο που έχει ακτινωτή συμμετρία, δηλαδή είναι δυνατόν να χωριστεί σε δύο ίσα μέρη με όλα τα επίπεδα που διέρχονται από τον κύριο άξονά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα +… … Dictionary of Greek
αροτρόπους — ( ποδος), ο το κάτω μέρος του αρότρου, με το οποίο αυτό στηρίζεται στο έδαφος, κοιν. αλετροπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον + πους] … Dictionary of Greek
βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
εκσπλαγχνισμός — ο ιατρ. η εξαγωγή (αφαίρεση) τών σπλάγχνων εξαιτίας τραύματος ή κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιά, κοιν. ξεκοίλιασμα … Dictionary of Greek
ησυχή — ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α) επίρρ. 1. ήρεμα, ήσυχα 2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγά («ἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.) 3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.) 4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεση («ἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν… … Dictionary of Greek