Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κοιν-όω

См. также в других словарях:

  • κοίν' — κοινά , κοινός common neut nom/voc/acc pl κοινά̱ , κοινός common fem nom/voc/acc dual κοινά̱ , κοινός common fem nom/voc sg (doric aeolic) κοινά , κοινός common neut nom/voc/acc pl κοινέ , κοινός common masc voc sg κοινέ , κοινός common masc/fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινεών — κοινεών, ὁ (Α) ο κοινωνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιν άνων (< κοινός + κατάλ. ᾱων, πρβλ. διδυμ άων, ξυν άων). Η κατάλ. εών είναι η ιωνική αττική μορφή τής ομηρικής ᾱων. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη μορφή ᾱν (πρβλ. κοιν άν) και στην… …   Dictionary of Greek

  • Arvanites — Total population est. 50,000 200,000 (see below) Regions with significant populations Attica, Peloponnese, Boeotia, Ep …   Wikipedia

  • COIX — Graece κόιξ, item ἄιρων; unde Latin. oero, de qua voce diximus, sporta vel fiscina est, quâ aliquid tollitur, et fertur: Infima Graecia προφορά ρια vocavit. Hesychius interpretatur πλέγματα, τὰ πεῶλεγμένα ἐκ φύλλων δένδρου σκεὐη, φορμοὺς, unde et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… …   Dictionary of Greek

  • αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… …   Dictionary of Greek

  • ακτινόμορφος — η, ο 1. ακτινοειδής 2. το ουδ. ως ουσ. Βοτ. Ακτινόμορφο ή ακτινωτό κάθε φυτικό όργανο που έχει ακτινωτή συμμετρία, δηλαδή είναι δυνατόν να χωριστεί σε δύο ίσα μέρη με όλα τα επίπεδα που διέρχονται από τον κύριο άξονά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα +… …   Dictionary of Greek

  • αροτρόπους — ( ποδος), ο το κάτω μέρος του αρότρου, με το οποίο αυτό στηρίζεται στο έδαφος, κοιν. αλετροπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον + πους] …   Dictionary of Greek

  • βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • εκσπλαγχνισμός — ο ιατρ. η εξαγωγή (αφαίρεση) τών σπλάγχνων εξαιτίας τραύματος ή κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιά, κοιν. ξεκοίλιασμα …   Dictionary of Greek

  • ησυχή — ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α) επίρρ. 1. ήρεμα, ήσυχα 2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγά («ἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.) 3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.) 4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεση («ἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»