Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κοίτοιο

См. также в других словарях:

  • κοίτοιο — κοί̱τοιο , κοῖτος resting place masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίτος — κοῑτος, ὁ (Α) 1. τόπος για κατάκλιση, κοίτη, κλίνη, κρεβάτι («ὄφρα Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. (για πτηνά) μέρος για κούρνιασμα 3. μάντρα, στάβλος 4. ύπνος («αὐτάρ ἐπήν νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», Ομ. Οδ.) 5. η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»