-
1 κνίψ
κνίψ, κνῑπός, ὁ, auch σκνίψ, eine kleine Ameisenart, welche dem Honig nachgeht, auch die Feigen annagt; εἶϑ' οἱ κνῖπες καὶ ψῆνες ἀεὶ τὰς συκᾶς οὐ κατέδονται Ar. Av. 590; Arist. H. A. 4, 8 u. öfter. – Uebh. Insekten, welche im Holz, unter der Rinde der Bäume leben, Theophr. – Sp. auch fem., vgl. Lob. zu Phryn. 400.
См. также в других словарях:
κνῖπες — κνίψ masc nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίπες — κνίψ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
κνιπούμαι — κνιποῡμαι, όομαι (Α) 1. (για τους οφθαλμούς) παθαίνω φλεγμονή 2. (κατά τον Ησύχ.) (για καρπούς) προσβάλλομαι από καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. τού κνίψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνιψ)] … Dictionary of Greek
κνιπότης — κνιπότης, ητος, ή (Α) η φλόγωση τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. τού κνιψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνίψ)] … Dictionary of Greek
ā̆ik̂- : ī̆k̂- — ā̆ik̂ : ī̆k̂ English meaning: spear, pike Deutsche Übersetzung: ‘spieß; with einer spitzen Waffe treffen” Note: Both Root ak ̂ , ok ̂ : ‘sharp; stone” and Root üĭ k ̂ : īk̆ ̂ : ‘spear, pike” are reduced roots of an older root… … Proto-Indo-European etymological dictionary