Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κνέφαλλον

См. также в других словарях:

  • κνέφαλλον — κνέφαλλον, τὸ (Α) βλ. γνάφαλο …   Dictionary of Greek

  • κνέφαλλον — wool torn off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνεφάλλου — κνέφαλλον wool torn off neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνεφάλλων — κνέφαλλον wool torn off neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνέφαλλα — κνέφαλλον wool torn off neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνάφαλο — και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) [γνάπτω] μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα νεοελλ. (συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από… …   Dictionary of Greek

  • γνάφω — και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω) 1. κατεργάζομαι δέρματα 2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον νεοελλ. (για νύχια) γρατζουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω… …   Dictionary of Greek

  • ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; —     ken 2, kenǝ , keni , kenu ;     English meaning: to rub, scrape off; ashes     Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben”     Note: various with conservative extensions     Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»