-
1 κναφαλώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κναφαλώδης
-
2 κναφαλώδης
κναφαλ-ώδης, ες, u. γναφαλώδης, woll-, flockenartig
См. также в других словарях:
κναφαλώδης — κναφαλώδης, ῶδες (Α) βλ. γναφαλώδης … Dictionary of Greek