Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κλίνῃ

См. также в других словарях:

  • κλίνη — η (AM κλίνη) [κλίνω] 1. έπιπλο πάνω στο οποίο κανείς αναπαύεται και κοιμάται, κρεβάτι («ἐν κλίναις ἐλεφαντόποσιν... κατάκεινται», Πλάτ.) 2. νεκροκρέβατο, νεκρικό φέρετρο («μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν», Θουκ.) νεοελλ. (ναυπ.)… …   Dictionary of Greek

  • κλίνη — κλί̱νη , κλίνη that on which one lies fem nom/voc sg (attic epic ionic) κλί̆νη , κλίνω sráyati aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνῃ — κλί̱νῃ , κλίνη that on which one lies fem dat sg (attic epic ionic) κλί̱νῃ , κλίνω sráyati aor subj mid 2nd sg κλί̱νῃ , κλίνω sráyati aor subj act 3rd sg κλί̱νῃ , κλίνω sráyati pres subj mp 2nd sg κλί̱νῃ , κλίνω sráyati pres ind mp 2nd sg κλί̱νῃ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνη, ναυπηγική — Μακριά πρισματική κατασκευή στην οποία ναυπηγούνται τα πλοία. Κατασκευάζεται συνήθως με τοιχοποιία ή τσιμέντο, ενώ, αν πρόκειται για μικρά σκάφη, με ξύλο. Η κλίση της ν.κ., σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, πρέπει να είναι τέτοια ώστε η συνιστώσα …   Dictionary of Greek

  • κλίνη — η κρεβάτι: Το νοσοκομείο αυτό έχει τετρακόσιες κλίνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλῖναι — κλίνη that on which one lies fem nom/voc pl κλίνω sráyati aor imperat mid 2nd sg κλίνω sráyati aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… …   Dictionary of Greek

  • κλινικός — ή, ό (Α κλινικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κλίνη 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι κλινικοί χριστιανοί τών πρώτων μ. Χ. αιώνων οι οποίοι έπαιρναν το βάπτισμα με ραντισμό στην επιθανάτια κλίνη λόγω τής αντιλήψεως ότι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • ПОСТЕЛЬ —    • Lectus.     I.          У греков: ευ̉νή, состояла        1. из κλίνη, кровать. Четыре стороны κλίνη, ε̉νήλατα (κραστήρια) состояли из столбов, которые, будучи положены друг на друга, покоились на ножках. У того конца, где была голова, был… …   Реальный словарь классических древностей

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»