-
61 отрасль
о́трасл||ьж в разн. знач. ὁ κλάδος:\отрасльи промышленности οἱ κλάδοι τής βιομηχανίας· \отрасль науки ὁ κλάδος τής ἐπιστήμης. -
62 отдел
-а α.1. τμήμα, μέρος•историю обычно делят на три -а: древную, среднюю, новую την ιστορία συνήθως την χωρίζουν σε τρία μέρη: αρχαία, μεσαιωνική, νέα.
2. τμήμα (ιδρύματος, εργοστασίου κ.τ.τ.)• отдел снабжения τμήμα εφοδιασμού•отдел кадров τμήμα προσωπικού•
справочный отдел γραφείο πληροφοριών.
3. κλάδος•отдел науки κλάδος επιστήμης.
|| στήλη•отдел сатиры и юмора στήλη σάτιρας και χιούμορ.
4. παλ. χώρισμα, ξεχώρισμα• παραχώρηση. -
63 отрасль
-и θ.1. παλ. κλάδος (φυτού).2. παλ. απόγονοι, επίγονοι.3. παλ. διακλάδωση (οροσειράς).4. μτφ. τομέας•отрасль промышленности κλάδος της βιομηχανίας.
-
64 Bough
subs.Ar. and V. κλάδος, ὁ, φυλλάς, ἡ, V. ὄζος, ὁ, ἀκρέμων, ὁ (Eur., Cycl. 455), ἔρνος, τό, βλάστημα, τό (rare P.).Young shoot: P. and V. πτόρθος, ὁ (Plat.), κλών, ὁ (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bough
-
65 Branch
subs.Bough: Ar. and V. κλάδος, ὁ, φυλλάς, ἡ, V. ὄζος, ὁ, ἀκρέμων, ὁ (Eur., Cycl. 455), ἔρνος, τό, βλάστημα, τό (rare P.).Young shoot: P. and V. πτόρθος, ὁ (Plat.). κλών, ὁ (Plat.).Associated club: P. συνωμοσία, ἡ.Divicion of a family, etc.: P. and V. μέρος, τό, μερίς, ἡ.Part: P. and V. μέρος, τό, P. μόριον, τό.Of a river: P. κέρας, τό.Species, kind: P. and V. εἶδος, τό.Tribe: P. and V. φυλή, ἡ.Root and branch ( destroy): use adj., P. and V. πρόρριζος (also Ar. but rare P.), Ar. and V. αὐτόπρεμνος, or adv., V. πρυμνόθεν; see Utterly.Seamanship is a branch of art: P. τὸ ναυτικὸν τέχνης ἐστί (Thuc. 1, 142).——————v. intrans.Of a road, river, etc.: P. and V. σχίζεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Branch
-
66 φιτρός
-
67 κυκλόω
κυκλόω, 1) in einen Kreis bringen, zum Kreise machen; τόξα, den Bogen krümmen beim Spannen, Mel. 79 (XII, 82); κυκλοῠτο δ' ὁ κλάδος ὥςτε τόξον Eur. Bacch. 1064; auch τάφρος περὶ τὸ πεδίον κυκλωϑεῖσα, ringsum gezogen, Plat. Critia. 118 d; – in einen Kreis einschließen, umschließen; Φρυγῶν πόλιν λαΐνους περὶ πύργους κυκλώσας Ἄρει φονίῳ Eur. I. A. 775; umzingeln, τοὺς πολεμίους Pol. 1, 17, 13, öfter, u. Sp. – Häufiger im pass., umzingelt werden; ἕως κυκλοῠται ὑπ' αὐτῶν Thuc. 7, 81; Plut. Pomp. 18 u. a. Sp.; ὡς κυκλωσομένους, pass., D. Hal. 3, 24; – von Belagerungen, στένει πόλισμα γῆϑεν ὡς κυκλούμενον Aesch. Spt. 229. – Med. sich rings umher aufstellen, umzingeln; πόλισμα Κάδμου κυκλοῦνται Aesch. Sept. 114; Pers. 450; κυκλωσάμενος τοὺς χιλίους Her. 3, 157; κυκλοῦσϑαι αὐτοὺς ἐς μέσον, in die Mitte nehmen, 8, 10; Thuc. 7, 81 u. Folgde; sich im Kreise zusammenstellen, Xen. Cyr. 6, 2, 12. – 2) im Kreise bewegen; κυκλώσω δαλὸν ἐν φαεςφόρῳ Κύκλωπος ὄψει Eur. Cycl. 462; πόδα Or. 824; Sp., wie Pol. 11, 29, 10; – im pass., δίναις κυκλούμενον κέαρ, Aesch. Ag. 969, vom Strudel fortgerissen; – med. sich im Kreise bewegen, von Tanzenden, περὶ βωμὸν κυκλώσασϑαι Callim. Dian. 267. – Adj. verb. κυκλωτός, gerundet, rund, σάκος Aesch. Spt. 522.
-
68 κατα-στέφω
κατα-στέφω, umkränzen; ῥόδοις κάρηνα Anacr. 7, 8; zu heiligem Gebrauch mit Etwas umhüllen, bedecken, κλάδος τῆς ἱερᾶς ἐλαίας ἐρίῳ λευκῷ κατεστεμμένος Plut. Thes. 18; so βωμόν Eur. Heracl. 125, mit Oelzweigen; auch πλόκαμον χερνίβων παγαῖς, I. A. 1478; τινὰ χεροῖν Heracl. 227; νεκρόν, mit Todtenopfern ehren, Phoen. 1626.
-
69 κατά-καρπος
κατά-καρπος, mit Früchten versehen, fruchtreich; ἀμπέλου κλάδος Aristodem. bei Ath. XI, 495 f; Sp.
-
70 κλαδί
-
71 κλαδών
-
72 κλάδα
-
73 κλάδιον
-
74 κλών
κλών, ωνός, ὁ, = κλάδος, junger Schoß, Schößling, Zweig, Theophr.; κλῶνα μυρσίνης Eur. El. 324; δαφνηφόρους κλῶνας Ion 423; νέος Plat. Prot. 334 b; Pfropfreis, Xen. Cyn. 10, 7; ἀπηόριοι Antiphil. 12 (IX, 71).
-
75 κλῆμα
κλῆμα, τό (κλάω), wie κλάδος u. κλών, Schößling, junger Zweig, den man abbricht, um ihn auf einen andern Stamm zu propfen, Propfreis, Xen. Oec. 19, 8; bes. vom Weinstocke, eine Weinrebe, -ranke, ἀμπέλου Plat. Rep. I, 353 a; Ar. Eccl. 1031 u. A.; auch übertr., ἀμπελουργοῦσί τινες τὴν πόλιν, ἀνατετμήκασί τινες τὰ κλήματα τὰ τοῦ δήμου Aesch. 3, 166, als Wort des Dem. angeführt. – Bei den Römern die Weinrebe, welche die Centurionen als Stock tragen, Plut. Galb. 26, u. öfter übh. Ruthe, Reiser.
-
76 μουσεῖον
μουσεῖον, τό, Musentempel, Musenort, Ath. XIV, 629 a; εἰς τὸ Νυμφῶν νᾶμα τε καὶ μουσεῖον, Plat. Phaedr. 278 b; Eur. nennt Mel. 173 das Reich der Persephone μουσεῖα ϑρηνήμασι ξυνῳδά, den von Klagen ringsum tönenden Ort; in Alcm. frg. bei Schol. Ar. Ran. 93 κισσός, εὐφυὴς κλάδος, χελιδόνων μουσεῖα, ein Hain, der Singplatz der Schwalben, was Ar. a. a. O. parodirt: στωμύλματα χελιδόνων μουσεῖα λωβηταὶ τέχνης, weil das Schwalbengezwitscher nach dem Schol. sprichwörtlich geworden ἐπὶ τῶν βαρβάρων καὶ πολυλόγων καὶ ἐπαχϑῶν. – Auch ein Uebungsort, Ort wo Musenkünste getrieben werden, daher bei Ath. V, 187 b Athen τὸ τῆς Ἐλλάδος μουσεῖον heißt. – Spöttisch heißen Plat. Phaedr. 267 c die Wortbildungen des Polus μουσεῖα λόγων. – Τὰ μουσεῖα, das Musenfest, Paus. 9, 31, 3. – Bei Sp. ist μουσεῖον auch opus musivum, Mosaik.
-
77 λύγος
λύγος, ἡ, selten ὁ, jeder junge, biegsame, zum Flechten geeignete Zweig, neben κλάδος u. φιτρός genannt, Arist. plant. 1, 4; τοὺς ἀκέων συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισιν Od. 9, 427, wo der Schol. erkl. ἱμαντῶδες φυτόν, wie ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε 10, 166; aber Il. 11, 105, δίδη μόσχοισι λύγοισι, scheint es adj., biegsam, zu sein; und sonst bei Sp., vgl. Agath. 85 (VII, 204), οὐκέτι – πέρδιξ, πλεκτὸς λεπ ταλέαις οἶκος ἔχει σε λύγοις, ein geflochtener Käfig. – Schol. Plat. Rep. III, 143 erkl. μάστιγες; vgl. Suid. – Zu Kränzen gebraucht, λύγος, ἀρχαῖον Καρῶν στέφος, Nicaenet. bei Ath. XV, 673 b, wo auch aus Anacr. angeführt ist στεφανοῠταί τε λύγῳ. – Nach Schol. Od. a. a. O. war ὁ λύγος bei den Attikern = ἅγνος, eine bestimmte Weidenart. – Λυγός aber ist nach Hesych. στρεβλωτήριον ὄργανον, eine Schraube der Tischler, geleimtes Holz darein zu spannen. – Und τὸ λύγος nach E. M. = σκότος. Vgl. λύγη.
-
78 ἀκρεμών
ἀκρεμών, όνος, ὁ (so accentuiren Arcad. u. Suid., der ἡγεμών vgl.; gew. ἀκρέμων), Spitze des Astes, Ast (von ἄκρος, nach Theophr. οἱ ἀπὸ τοῦ καυλοῦ ἢ στελέχους σχιζόμενοι, τὸ ἐκ τούτων βλάστημα κλάδος, Zweig), ἐλαίας Eur. Cycl. 454; ἔσχατος Theocr. ep. 1, 6; öfter in Anthol., wo χρύσειοι ἀκρ., goldner Kopfschmuck, Ant. Sid. 34 (Pl. 176); Opp. auch von Hörnern, Cyn. 2, 303.
-
79 αναστεφω
1) увенчивать, венчать(τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.)
2) увивать, обвивать(τὰς θύρας δάφνη Plut.)
κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. — масличная ветвь, перевитая шерстью -
80 αυτοκλαδος
См. также в других словарях:
κλαδός — κλάδος branch neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — branch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κλάδος — ο 1.βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλωνάρι, κλαδί: Μη σπάτε τους κλάδους του δέντρου. 2. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός όλου: Η Γεωμετρία είναι κλάδος των Μαθηματικών. 3. κλάδεμα αμπελιού: Το αμπέλι θέλει κλάδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Γαληνός — (18ος 19ος αι.). Γιατρός από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ιταλία επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε την ιατρική για πενήντα χρόνια. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Έγραψε το επιστημονικό… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Μαρίνος — Γιατρός και αγωνιστής του 1821. Αρχικά έζησε στη Χίο και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης επέστρεψε στην Ελλάδα όπου διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την απελευθέρωση μετέβη και πάλι στη … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
υδροβιολογία — Κλάδος της βιολογίας, που ασχολείται ειδικά με τους ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς που ζουν μέσα στο νερό, είτε θαλασσινό, είτε γλυκό. Η υ. ερευνά επίσης και την επίδραση που έχει το νερό πάνω στους οργανισμούς αυτούς. Στη μελέτη της υ.… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
ανθρωπογεωγραφία — Κλάδος της γεωγραφίας που ασχολείται με τη μελέτη της Γης ως κατοικίας του ανθρώπου και του ίδιου του ανθρώπου σε σχέση με το περιβάλλον του. Αυτό σημαίνει ότι την α. απασχολούν: α) η γεωγραφική κατανομή των ανθρώπινων ομάδων στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek