-
1 κλοπός
κλοπ-ός, ὁ,A thief, h.Merc.276, Opp.C.1.517. -
2 κλοπόν
κλοπόςthief: masc acc sg -
3 κλέπτω
Grammatical information: v.Meaning: `steal, conceal, do secretly, cheat, deceive'.Other forms: Aor. κλέψαι (Il.), pass. κλεφθῆναι (Hdt., E.), κλαπῆναι (Th., Pl.), ptc. κλεπείς (pap. IIp), fut. κλέψω (h. Merc.), perf. κέκλοφα (Att.), ptc. κεκλεβώς (Andania Ia; hyperdialectic?, Schwyzer 722), midd. κέκλεμμαι (S.), κέκλαμμαι (Ar.),Compounds: also with prefix as ἀπο-, ἐκ-, δια-, ὑπο-. As 2. member in βοῦ-κλεψ (S. Fr. 318), as 1. member in governing compounds, e. g. κλεψί-φρων `guileful' (Hermes, h. Merc.); from κλέψαι, cf. Knecht Τερψίμβροτος 38, Zumbach Neuerungen 21; on κλεψύδρα s. v.Derivatives: A. With ε-vowel: κλέπος n. `theft' (Sol. ap. Poll. 8, 34). 2. κλέμμα `theft, deceit, ruse of war' (Att.) with κλεμμάδιος `stolen' (Pl.; after ἀμφάδιος, κρυπτάδιος, Chantraine Formation 39). 3. κλεπία κλοπή (Phot.). 4. κλέπτης m. `thieve' (Il.), superl. κλεπτίστατος (Ar.; Leumann Mus. Helv. 2, 10ff.). Diminut. κλεπτίσκος (Eup.), - τάριον (Charis.), joking Patronym. κλεπτίδης (Pherecr.); fem. κλέπτις (Alciphr.), κλέπτρια (Sotad. Com.; formally from κλεπτήρ, Fraenkel Nom. ag. 1, 75); adj. κλεπτικός `thievish' (Pl., Luc.); abstract κλεπτο-σύνη `thievishness' (τ 396, Man.; Porzig Satzinhalte 226, Wyss - συνη 25). 5. κλεπτήρ `thieve' (Man.; cf. Fraenkel 1, 75). 6. κλέπιμος `smuggled' (pap. IIIa; hardly with Arbenz Die Adj. auf - ιμος 100 to the old and rare κλέπος but rather from κλόπιμος with ε after κλέπτω); 7. κλεψιμαῖος `won through theft' (LXX; juridical term, Chantraine Mél. Maspero 2, 220; *κλέψις only as 1. member). - B. With ο-vowel. 1. κλοπή `theft, secret act' (trag., att.) with κλοπαῖος `won through theft' (Att.), κλόπιμος `id., thievish' (Ps.-Phoc.), - ιμαῖος = κλεψιμαῖος (s. above; Luc., Ant. Lib.), κλοπικός `thievish' (Hermes, Pl. Kra. 407e; cf. Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 142); ἐπί-κλοπος `deceitful' (Il.; Porzig Satzinhalte 249) with ἐπικλοπίη (Nonn.); Έπικλόπειος surn. of Zeus (H.); ὑπό-κλοπος, s. below 2. κλοπός `thieve' (h. Merc. 276, Opp.) with κλόπιος `deceitful, thievish' (ν 295, AP, APl.). 3. κλοπεύς `thieve, secret author' (S.) with κλοπεύω `plunder' (App.), κλοπεία (Str.; v. l. - ω-), - εῖον `stolen good' (Max.). 4. iteratives present ὑπο-κλοπέοιτο `conceal oneself' (χ 382; ὑπο-κλέπτειν Pi., ὑπό-κλοπος `deceitful, false' B.; cf. Schwyzer-Debrunner 524). - C. With ω-vowel. 1. κλώψ `thieve' (Hdt., E., X.) with κλωπικός `secretly' (E. Rh. 205 a. 512; Chantraine Ét. 119), κλωπήϊος `id.' (A.R., Max.), κλωπεύω (X., Luc.), - εία (Att.); 2. iteratives present κλωπάομαι = κλέπτομαι (H.).Etymology: With the aorist κλέψαι agrees exactly Lat. clepsī; against the τ-(Jot-)present κλέπτω Latin and Germanic have a prob. older (Schwyzer 704) thematic root present Lat. clepō = Goth. hlifan `steal'. An isolated nominal deriv. is perh. preserved in MIr. cluain `deceit, flattery' \< * klop-ni-. Note with diff. anlaut Lith. slepiù, slẽpti `conceal'; from skl-?, or rather a cross or rhyming formation? - Not to καλύπτω (s. v.). W.-Hofmann s. clepō, Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. s. hlifan.Page in Frisk: 1,870-871Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλέπτω
-
4 κλοπών
-
5 κλοπῶν
-
6 βοοκλόπος
βοο-κλόπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοοκλόπος
-
7 γαμοκλόπος
A adulterous, AP9.475, Tryph.45, Nonn.D.3.377, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαμοκλόπος
-
8 κυνοκλόπος
κῠνο-κλόπος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνοκλόπος
-
9 φρενοκλόπος
φρενο-κλόπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρενοκλόπος
-
10 ἀνδραποδοκλόπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδραποδοκλόπος
-
11 ἀρχίκλοπος
ἀρχί-κλοπος, ὁ,A master-thief, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχίκλοπος
-
12 ἐπίκλοπος
ἐπί-κλοπος ( κλέπτω): thievish, cunning, sly rogue; μύθων, τόξων, ‘filcher’ (combined skill and rascality), Il. 22.281, Od. 21.397.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπίκλοπος
См. также в других словарях:
κλοπός — κλοπός, ὁ (Α) [κλέπτω] κλέφτης … Dictionary of Greek
κλοπόν — κλοπός thief masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενοκλόπος — ον, Α αυτός που εξαπατά, που πλανεύει το πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κλοπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. ἀνδραποδο κλόπος, κυνο κλόπος] … Dictionary of Greek
κυνοκλόπος — κυνοκλόπος, ον (Α) αυτός που κλέβει σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. βοο κλόπος, φρενο κλόπος] … Dictionary of Greek
λεκτροκλόπος — λεκτροκλόπος, ὁ (Α) μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος, φρενο κλόπος] … Dictionary of Greek
λογοκλόπος — ο αυτός που ιδιοποιείται ξένη συγγραφική και γενικώς πνευματική εργασία και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί ξένα συγγράμματα χωρίς να τά αναφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. αρχαιο κλόπος, βιβλιο κλόπος. Η … Dictionary of Greek
τυποκλόπος — ο, Ν 1. αυτός που ενεργεί τυποκλοπία 2. σπαν. λογοκλόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο κλόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
τυροκλόπος — ον, Μ (κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού στην Γαλεομαχία τού Προδρ.) αυτός που κλέβει το τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος] … Dictionary of Greek
βιβλιοκλόπος — ο 1. αυτός που παρουσιάζει βιβλία άλλων σαν δικά του 2. ο κλέφτης βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + κλόπος < κλοπή ή κλοπός (< κλέπτω) (πρβλ. αγγλ. biblioklept). Η λ. μαρτυρείται το 1893 από τον Γρηγ. Ξενόπουλο στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
βοοκλόπος — βοοκλόπος, ον (AM) κλέφτης βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + κλοπος < κλοπός («κλέφτης») < κλέπτω] … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek