Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κλήρου

См. также в других словарях:

  • κλήρου — κλῆρος lot masc gen sg κληρόω appoint by lot pres imperat act 2nd sg κληρόω appoint by lot imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βενεδικτίνων Αδελφών Κλήρου, μονή — Γυναικείο μοναστήρι στην Πεύκη της Αττικής. Στο μοναστήρι, που εξαρτάται από την Καθολική Εκκλησία, λειτουργούν ορφανοτροφείο και δημοτικό σχολείο …   Dictionary of Greek

  • Isaeus — Isaios (griechisch Ἰσαῖος, latinisiert Isaeus; * Ende des 5. Jahrhunderts v. Chr. in Athen oder Chalkis; † um die Mitte des 4. Jahrhunderts v. Chr.) war ein attischer Redenschreiber. Er wird zu den zehn Attischen Rednern gezählt. Seine genauen… …   Deutsch Wikipedia

  • Isaios — (griechisch Ἰσαῖος, latinisiert Isaeus; * Ende des 5. Jahrhunderts v. Chr. in Athen oder Chalkis; † um die Mitte des 4. Jahrhunderts v. Chr.) war ein attischer Redenschreiber. Er wird zu den zehn Attischen Rednern gezählt. Seine genauen… …   Deutsch Wikipedia

  • Isäos — Isaios (griechisch Ἰσαῖος, latinisiert Isaeus; * Ende des 5. Jahrhunderts v. Chr. in Athen oder Chalkis; † um die Mitte des 4. Jahrhunderts v. Chr.) war ein attischer Redenschreiber. Er wird zu den zehn Attischen Rednern gezählt. Seine genauen… …   Deutsch Wikipedia

  • γαλλικανισμός — (gallicanisme). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο των νεωτεριστικών τάσεων του γαλλικού κλήρου στον πνευματικό, λειτουργικό, κοινωνικό και οργανωτικό τομέα στα τέλη του 16ου και ολόκληρο τον 17o αι., με σκοπό τον περιορισμό των εξουσιών… …   Dictionary of Greek

  • НАСЛЕДСТВА ПРАВО —    • Hereditas.     I. Аттическое.          В Афинах право наследства зависело от того, оставил ли умерший завещание или нет. До Солона нельзя было завещать имущество, но оно оставалось во владении рода (γένος). Солоново законодательство… …   Реальный словарь классических древностей

  • κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα …   Dictionary of Greek

  • Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • Γαλλική Επανάσταση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τρεις μεγάλες επαναστάσεις στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας (1789 92, 1830 και 1848), με σημαντικότερη ασφαλώς την πρώτη, που εισήγαγε το πολίτευμα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»