Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρα-κατα-βάλλω

См. также в других словарях:

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • καταβλής — καταβλής, ῆτος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μοχλός τής πόρτας, μάνταλο, σύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλής (βλής < θ. βλη , πρβλ. ἐ βλή θην, αόρ. τού βάλλω), πρβλ. παρα βλής, συμ βλής] …   Dictionary of Greek

  • μετάβολος — μετάβολος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον αντίγραφο|| αρχ. 1. μεταβλητός, ευμετάβλητος («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς ἄλλοτε ἄλλως», Πλούτ.) 2. αυτός που πωλεί λειανικά (α.… …   Dictionary of Greek

  • σύμβολος — ον, ΜΑ το αρσ. ως ουσ. ὁ σύμβολος σημάδι, οιωνός (α. «φασὶ γάρ... κατά τινα σύμβολον ἐκεῑ καταπαῡσαι τὸν πόλεμον», Μάρκ. Διάκ. β. «ἐνοδίους συμβόλους γαμψωνύχων οἰωνῶν», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός τον οποίο συναντά κανείς τυχαία («καὶ συμβόλοισιν οὐ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»