Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κλάδον

См. также в других словарях:

  • κλάδον — κλάδος branch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MYRTI vel Lauriramus seu virga — in conviviis olim, prolyra circumferebatur, cum qua accumbentes, qui fidibus nesciebant, seolia, i. e. convivialia carmina cantarent. Hesychius, μυρσίνης κλάδον ἢ δάφνης παρα ποτὸν ἦν σύνηθες διδόναι τοῖς κατακειμιένοις ἐκ διαδοχῆς ὑπὲρ τοῦ ᾆσαι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TOMUS — apud medii aevi Scriptores, volumen, librum, codicem notat, uti videre est apud Hieronymum ad Pammachium et Ocean. nec ingentem solum, sed medioctem, libellum, epistolamque, unde Eutychianos ridentes Leonem Pontificem, quod Epistolam dogmaticam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σπάδικας — ο / σπάδιξ, ικος, ὁ και ἡ, ΝΑ νεοελλ. 1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας, στην οποία τα άνθη φύονται σε έναν διογκωμένο σαρκώδη άξονα, όπως είναι λ.χ. η θηλυκή ταξιανθία τού αραβοσίτου 2. ζωολ. συγχώνευση τών εσωτερικών λοβών τών πλοκάμων τού… …   Dictionary of Greek

  • στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… …   Dictionary of Greek

  • υψιγέννητος — ον, Α αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ ἐλαίας θ ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτι γέννητος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»