-
1 Κεφαλαι
αἱ Кефалы1) мыс в заливе Большой Сирт Plut. -
2 Κεφαλάι
-
3 Κεφαλᾶι
-
4 κεφαλάι
-
5 κεφαλᾶι
-
6 Κεφαλαί
Κεφαλήfem nom /voc pl -
7 κεφαλαί
κεφαλήfem nom /voc pl (epic) -
8 κεφάλαι'
κεφάλαια, κεφάλαιοςof the head: neut nom /voc /acc plκεφάλαιε, κεφάλαιοςof the head: masc voc sgκεφάλαιαι, κεφάλαιοςof the head: fem nom /voc pl -
9 κεφαλαὶ
головыголов [с] головамиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κεφαλαὶ
-
10 κεφαλαι-ώδης
κεφαλαι-ώδης, ες, der Hauptsache nach, summarisch; ὅσα κεφαλαιώδη μάνϑανε Luc. D. Mort. 20, 1; a. Sp.; κεφαλαιωδέστερος Luc. salt. 61; vgl. noch Lob. zu Phryn. 271. – Adv. κεφαλαιωδῶς, Arist. rhet. 3, 14. 19; Pol. 1, 13, 1; häufig bei Sp.
-
11 κεφάλαιος
A of the head: metaph., principal, chief, ῥῆμα κ. (with a play on κεφαλίτης λίθος) Ar.Ra. 854;τὸ κ. μέρος PMasp.151.16
(vi A.D.): [comp] Sup. - ότατος v.l. in Pl.Grg. 494e.II mostly Subst. κεφάλαιον, τό, = κεφαλή, head, parts about the head, esp. of fish, θύννου κ. τοδί Callias Com.3: in pl., Amphis 35, Sotad. Com.1.5; alsoκ. ῥαφανῖδος Ar.Nu. 981
; of an infant, Leonid. ap. Aët.6.1.2 chief or main point,κ. δὴ παιδείας λέγομεν τὴν ὀρθὴν τροφήν Pl.Lg. 643c
; esp. in speaking or writing, sum, gist of the matter,κεφάλαια λόγων Pi.P.4.116
;κ. τοῦ παντὸς λόγου Men.Georg. 75
, cf. Cic.Att.5.18.1; τὰ κ. συγγράφων Εὐριπίδῃ drawing up the heads of the play, Antiph.113.5: freq. in Prose, Th.4.50, Pl.Grg. 453a, etc.;κ. τῶν εἰρημένων Isoc.3.62
, cf. 5.154;κ. τῆς οἰκονομίας Phld.Rh.1.68
S. (pl.); ἐν κεφαλαίῳ, or ὡς ἐν κ., εἰπεῖν to speak summarily, X.Cyr.6.3.18, Pl.Smp. 186c, al.; ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι, ἀποδείξειν, περιλαβεῖν τι, Th.6.87, Lys.13.33, Isoc.2.9;βραχυτάτῳ κ. μαθεῖν Th.1.36
; τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίου (v.l. - αίῳ), opp. ἀκριβέστερον, Arist.EN 1107b14;ἐπὶ κ. Plb.1.65.5
, 3.5.9;ἐπὶ κεφαλαίων D.19.315
, etc.; esp. in an argument, summing up,ἐν κεφαλαίοις Pl.Ti. 26c
; κεφαλαίῳ δέ .., Lat. denique, Decr. ap. D.18.164; τὸ δ' οὖν κ. ib.213;τὸ δὲ κ. τῶν λόγων, ἄνθρωπος εἶ Men.531.10
; συναγαγεῖν τὸ κ. to sum up, Arist.Metaph. 1042a4.3 metaph., of persons, the head or chief, ὅ τι περ κ. τῶν κάτωθεν, of Pericles, Eup.93;τὸ κ. οὐδέπω λογίζομαι, τὸν δεσπότην Men.Pk. 173
;ὅ τι περ τὸ κ. Luc.Harm. 3
, Gall.24, Philops.6; τὰ κ. τῶν μαθημάτων, of philosophers, Id.Pisc. 14;τὸ κ. τοῦ πολέμου App.BC5.50
; οἳ τὸ τῆς στάσεως κ. ἦσαν ib.43;τὸν Θαλῆν τῶν σοφῶν τὸ κ. Jul.Or.3.125d
: hence, of qualities, etc., σχεδόν τι τὸ κ. τῶν κακῶν (sc. avarice) Apollod. Gel.4;τὸ κ. τῆς εὐδαιμονίας ἡ διάθεσις Diog.Oen.57
.4 Rhet., head, topic of argument, D.H.Comp.1, Rh.10.5, Str.1.2.31.b sum total, IG12.91.23, al., Lys.19.40, D.27.10; πολλοῦ κ. for a large sum, Act. Ap.22.28, cf. Aristeas 24, Plu.Fab.4, etc.;κ. ἀργυρικά PRyl.133.15
(i A.D.); alsoσιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ κ. PSI4.281.31
(ii A.D.).6 crown, completion of a thing, τὸ μὲν κ. τῶν ἀδικημάτων the crowning act of wrong, D.27.7;δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κ. ἐφ' ἅπασι.. ἐπέθηκε Id.21.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφάλαιος
-
12 κεφαλαιόω
A bring under heads, sum up, Th.3.67, al.:—[voice] Med., Arist.MM 1207b22; κ. τινά characterize generally, Pl.R. 576b;τὰς δυνάμεις τινῶν Phld.Vit. p.17
J.:—[voice] Pass., to be summed up, Arist.Metaph. 1013b30;κ. ἑκάστην τῶν ἀρετῶν περὶ ἴδιόν τι κεφάλαιον Stoic.3.73
; κεφαλαιοῦσθαι ἐννακισχιλίων ἑξακοσίων [σταδίων] to amount in all to.., Str.2.1.39; εἰς δύο ἀρτηρίας ἡ πάντων ἀγγείων κ. σύνοδος is combined in.., Gal.4.657, cf. Porph.Sent.44; κεφαλαιούσθω διότι .. Phld.Rh.2.35 S.II smite on the head, Ev.Marc.12.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαιόω
-
13 κεφαλαιώδης
κεφαλαι-ώδης, ες,A capital, principal, Stoic.2.75, Luc.DMort.20.1: [comp] Comp.,νόμοι Ph.2.183
, cf. Luc.Salt.61, Hierocl. in CA27p.484M.: [comp] Sup., Hp.Decent.6, Luc.Pseudol.10; τὸ -ῶδες the general character summed up in a definition, Arr.Epict.2.12.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαιώδης
-
14 κεφαλαίωμα
II collective expression,τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς Procl.in Prm.p.564
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαίωμα
-
15 κεφαλαίωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαίωσις
-
16 κεφαλαιωτής
A capitularius, secretary and treasurer of a group of landowners or artisans, acting as recruiting officer, taxcollector, etc., PThead.22.4 (iv A.D.), PLips. 40 iii 17 (iv/v A.D.), 48.9 (pl., iv A.D.), al., Cod.Theod.11.24.6.7 (pl.);τοῦ ἡγεμονικοῦ πολυκώπου PGrenf.2.80
(pl., v A.D.);ταρσικαρίων PLips.89
(iv A.D.);πιττακίων Sammelb.4422.2
; πλινθουργῶν ib.5175.21 (vi A.D.), al.II in pl., = Lat. optimates, Olymp.Hist.p.452 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαιωτής
-
17 κεφαλαιωτία
κεφαλαι-ωτία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαιωτία
-
18 κεφαλαιώδης
κεφαλαι-ώδης, ες, der Hauptsache nach, summarisch -
19 κεφαλη
ἥ1) головаἄγχι σχὼν κεφαλήν Hom. — прислонив голову;
ἐς πόδας ἐκ κεφαλῇς Hom. — с головы до ног;ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τέν κεφαλήν Arph. — с начала до конца;ἐπὴ κεφαλέν ὠθεῖν τινα Plat. — сбрасывать кого-л. головой вниз;ἐπὴ κεφαλέν βαδίζειν εἴς τι Dem. — стремглав помчаться куда-л.;κατὰ κεφαλέν τὸ τεῖχος Xen. — часть стены, находящаяся над головой (ср. 3);(ὅ λίθος) οὕτος ἐγενήθη εἰς κεφαλέν γωνίας погов. NT. — этот (отброшенный прочь) камень стал краеугольным2) перен. голова, глава(ὅ ἀνέρ κ. ἐστι τῆς γυναικός NT.)
3) перен. голова, жизньἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις Hom. — дело, за которое поплатишься своей головой;
κεφαλης παρθέμενοι Hom. — рискующие (своими) головами4) лицо, человек, душаκατὰ κεφαλήν Arst. — подушно, (каждый) в отдельности (ср. 1);τὸν ἐγὼ τῖον ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ Hom. — я его любил как самого себя;πολλαὴ ἴφθιμοι κεφαλαί Hom. — многие храбрецы5) ( в обращении) душа моя, друг, приятель ( обычно не переводится)Τεῦκρε, φίλη κ.! Hom. — Тевкр, дорогой мой!;
Ἄπολλον, ὦ δία κεφαλά! Eur. — о, божественный Аполлон!;ὦ μιαρὰ κ.! Dem. — ах ты негодяй!;ὦ μέλεοι θνητοὴ καὴ νήπιοι! - Ἐς κεφαλέν σοί! Arph. — о, жалкие и нелепые люди! - Ты сам такой!;ἐς κεφαλέν τρέποιτ΄ ἐμοί! Arph. — пусть (это пожелание) обратится на меня!6) толстый конец, головка(σκορόδου Arph.)
7) верх, крайὑπὲρ κεφαλᾶς Theocr. — через край
8) исток, верховье(ποταμοῦ Her.)
9) насыпь, вал(κ. τῆς τάφρου Her.)
10) головной убор(κ. περίθετος Arph.)
11) сущность, главноеκεφαλέν ἔχειν Arst. — иметь основное значение
12) итог, завершениеκεφαλέν ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Plat. — подвести итог сказанному;
ἵνα ὅ λόγος κεφαλέν λάβῃ Plat. — чтобы завершить беседу -
20 κεφαλή
κεφᾰλή, ἡ,A head of man or beast, Hom. (v.infr.), Alc.15, etc.; once in A., Th. 525 (lyr.), once in S., Aj. 238 (anap.), also in E., Fr. 308 (anap.), Rh. 226 (lyr.), al.;ἄλλου οὐδενὸς ἐμψύχου κ. γεύσεται Αἰγυπτίων οὐδείς Hdt.2.39
; κεφαλῇ.. μείζονες taller in stature, Il.3.168; so μείων.. κεφαλήν ib. 193 Aristarch.: freq. with Preps.,a κατὰ κεφαλῆς, [dialect] Ep. κὰκ κεφαλῆς, down over the head,κόνιν.. χεύατο κὰκ κεφαλῆς Il.18.24
, cf. Od.8.85, etc.b κατὰ κεφαλήν, [dialect] Ep. κὰκ κεφαλήν on the head,Ἐρύλαον.. βάλε πέτρῳ μέσσην κὰκ κεφαλήν Il.16.412
, cf. 20.387, 475: in Prose, from above, X.HG7.2.8: c.gen., above, κ. κ. τινῶν γενέσθαι ib.7.2.11; τὸ κ. κ. ὕδωρ, of rain water, Thphr. HP4.10.7 (-ὴν codd.), CP6.18.10 (-ῆς): in Archit., upright, IG22.463.42; also, per head, each person (cf. infr. 1.2), Arist.Pol. 1272a14, LXX Ex.16.16;κατὰ κεφαλὴν τῶν κωμητῶν PPetr.2p.17
(iii B. C.).c ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς from head to foot, Il.23.169;τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κ. σοι πάντ' ἐρῶ Ar.Pl. 650
.d ἐπὶ κεφαλήν head foremost, ἐπὶ κ. κατορύξαι to bury head downwards, Hdt.3.35; ἐπὶ κ. ὠθέεσθαι to be thrust headlong, Id.7.136, cf. Hyp.Fr. 251;ἐπὶ κ. ὠθεῖν τινα ἐκ τοῦ θρόνου Pl.R. 553b
;ἐπὶ τὴν κ. εἰς κόρακας ὦσον Men.Sam. 138
;εὐθὺς ἐπὶ κ. εἰς τὸ δικαστήριον βαδίζειν D.42.12
; οὐ βουλόμενος πολίτας ἄνδρας ἐπὶ κ. εἰσπράττειν τὸν μισθόν recklessly, Hyp.Lyc.17; ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρειν carry on high, in token of admiration, Pl. R. 600d.2 as the noblest part, periphr. for the whole person,πολλὰς ἰφθίμους κ. Il.11.55
, cf. Od.1.343, etc.; ἶσον ἐμῇ κ. no less than my self, Il.18.82;ἑᾷ κ. Pi.O.7.67
; esp. in salutation,φίλη κ. Il.8.281
, cf. 18.114;ἠθείη κ. 23.94
;Ἄπολλον, ὦ δία κ. E.Rh. 226
(lyr.): in Prose,Φαῖδρε, φίλη κ. Pl.Phdr. 264a
;τῆς θείας κ. Jul.Or. 7.212a
: in bad sense,ὦ κακαὶ κεφαλαί Hdt.3.29
;ὦ μιαρὰ κ. Ar.Ach. 285
: periphr. in Prose, : in bad sense,ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κ. D.21.117
, cf. 18.153;ἡ κ. τῶν αὐτοῦ PRein.57.8
(iv A.D.); μεγάλη κ. a great personage, Vett. Val.74.7; cf. supr. 1 b fin.3 life,ἐμῇ κ. περιδείδια Il.17.242
;σύν τε μεγάλῳ ἀπέτεισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι 4.162
; παρθέμενοι κεφαλάς staking their heads on the cast, Od.2.237; τὴν κ.ἀποβαλέεις Hdt.8.65
.4 in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833;ἐς τὴν κ. ἅπαντα τὴν σὴν τρέψεται Id.Nu.40
;ἃ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς οἱ θεοὶ τρέψειαν εἰς κ. D.18.290
; ἐς κ. σοί (sc. τράποιτο) Ar. Pax 1063, Pl. 526;σοὶ εἰς κ. Pl.Euthd. 283e
;τὰ μὲν πρότερον.. ἐγὼ κεφαλῇ ἀναμάξας φέρω Hdt.1.155
;οἷς ἂν.. τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὴν κ. ἀναθεῖεν D.18.294
;τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κ. ὑμῶν Act.Ap. 18.6
.II of things, extremity,a in Botany, κ. σκορόδου head ( = inflorescence) of garlic, Ar.Pl. 718, cf. Plb.12.6.4;κ. μήκωνος Thphr.HP9.8.2
; ῥίζα κ. ἔχουσα πλείονας tubers, Dsc.3.120.b in Anatomy, κεφαλαὶ τῆς κάτω γνάθου, prob. the condyloid and coronoid processes, Hp.Art.30; ἡ κ. τοῦ ὄρχεως, = ἐπιδιδυμίς, Arist.HA 510a14, cf. Gal.4.565; μηροῦ, κνήμης κ., Poll.2.186, 188; of the base of the heart, Gal.UP6.16; but, apex, Hp.Cord.7; of the sac in poulps, Arist.PA 654a23, 685a5; of muscles, origin, Gal.UP7.14.c generally, top, brim of a vessel, Theoc.8.87; coping of a wall, X.Cyr.3.3.68; capital of a column, CIG2782.31 ([place name] Aphrodisias), LXX 3 Ki.7.16, Poll.7.121.d in pl., source of a river, Hdt.4.91 (butsg., mouth,οἶδα Γέλα ποταμοῦ κεφαλῇ ἐπικείμενον ἄστυ Call.Aet.Oxy.2080.48
): generally, source, origin, Ζεὺς κ. (v.l. ἀρχή) , Ζεὺς μέσσα, Διὸς δ' ἒκ πάντα τελεῖται τέτυκται codd.) Orph.Fr. 21a; starting-point,κ. χρόνου Placit. 2.32.2
( κρόνου codd.), Lyd.Mens.3.4; κ. μηνός ib.12.IV κ. περίθετος wig, head-dress, Ar.Th. 258.V metaph., κ. δείπνου pièce de résistance, Alex. 172.15.2 crown, completion,κεφαλὴν ἐπιθεῖναι Pl.Ti. 69b
;ὥσπερ κ. ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Id.Phlb. 66d
, cf. Grg. 505d;ὥσπερ κεφαλὴν ἔχουσα ἐπιστήμη Arist.EN 1141a19
; consummation,σχεῖν κ. Pl.Ti. 39d
.3 sum, total,πάσας ἐρρηγείας Tab.Heracl.1.36
; of money, IG12(9).7 (Carystus, iv B. C.), SIG245ii 36 (Delph., iv B. C.).
См. также в других словарях:
Κεφαλαί — Κεφαλή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαί — κεφαλή fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεφαλᾶι — Κεφαλᾷ , Κεφαλή fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλᾶι — κεφαλᾷ , κεφαλή fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλαι' — κεφάλαια , κεφάλαιος of the head neut nom/voc/acc pl κεφάλαιε , κεφάλαιος of the head masc voc sg κεφάλαιαι , κεφάλαιος of the head fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυνός Κεφαλαί — Ονομασία, κατά την αρχαιότητα, δύο απόκρημνων βράχων μεταξύ Φαρσάλων και Λάρισας, στα Β της αρχαίας πόλης Σκοτούσσης, οι οποίοι σήμερα ονομάζονται Μαυροβούνι και έλαβαν αυτή την ονομασία εξαιτίας του σχήματός τους. Σε αυτή τη θέση, ο Θηβαίος… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей
Kappa — (uppercase Kappa;, lowercase kappa; or Unicode|ϰ; el. Κάππα) is the 10th letter of the Greek alphabet, used to represent the voiceless velar stop, or k , sound in Ancient and Modern Greek. In the system of Greek numerals it has a value of 20. It… … Wikipedia
Киноскефалы — (Κυνός κεφαλαί) несколько холмов (похожих на собачьи головы) близ Скотуссы в Фессалии, у которых в 364 г. до Р. Х. был убит Пелопид в битве с Александром, тираном ферейским, а в 197 г. царь македонский Филипп потерпел полное поражение от римлян,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
СИРТ БОЛЬШОЙ И МАЛЫЙ — • Syrtis maior и minor, Σύρτις μεγάλη и μικρά, два больших залива Ливийского моря, глубоко врезающихся в северный берег Африки. Они весьма опасны для мореплавателей своими отмелями и волнениями и получили название от арабского слова… … Реальный словарь классических древностей