-
41 πλάζω
Aπλάζον Od.2.396
: [tense] aor. ἔπλαγξα ( παρ-) 9.81; [dialect] Ep.πλάγξα 24.307
:—[voice] Pass. and [voice] Med., 3.106, etc.; [dialect] Ep. [tense] impf.πλαζόμην 5.389
: [tense] fut.πλάγξομαι 15.312
: [tense] aor. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Il.22.291 ; [dialect] Ep.πλάγχθην Od.1.2
; inf. πλάγξασθαι dub. in A.R.3.261 : [tense] pres. [voice] Med. alsoπλάττονται Parm.6.5
codd.:—poet. Verb (rare in Prose, v. infr.), turn aside or away from,πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης Od.1.75
; ; [πρὼν.. ποταμοῖσι] ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων Il.17.751
:—[voice] Pass., πλάγχθη δ' ἀπὸ χαλκόφι χαλκός bronze glanced off from bronze, 11.351 ; πάλιν πλαγχθέντας ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν balked, baffled, 1.59, cf. Od.13.5 ; τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔξω; what woe is warded off afar ? S.OC 1231 (lyr.);κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε Od.13.278
;Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο Pi.N.7.37
(s.v.l.); [Ἀλέξανδρος] ἐπλάζετο ἄγων [Ἑλένην] Hdt.2.117, cf. 116 ;ἀκταῖσιν ὁρμεῖ, δαρὸν ἐκ Τροίας χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς E.Or.56
; of an exile,Ἄργεϊ νάσθη πλαγχθείς Il.14.120
; γένεσις καὶ ὄλεθρος τῆλε μάλ' ἐπλάχθησαν have been banished afar, Parm.8.28 : metaph.,ὁ νέος.. ὑπὸ τῆς τύχης.. πλάζεται, ὁ δὲ γέρων καθάπερ ἐν λιμένι τῷ γήρᾳ καθώρμικεν Epicur.Sent.Vat. 17
; so perh. (v. infr. 11).2 baffle, thwart, balk, esp. mentally,οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὐκ εἰῶσ' ἐθέλοντα Ἰλιου ἐκπέρσαι.. πτολίεθρον Il.2.132
; πλάζε δὲ πίνοντας balked or bewildered them as they drank, Od.2.396; πίνοντες ἐπλάζοντο, i.e. became drunk, Pi.Fr. 166 ; (lyr.) ;ὁκόσα ἰνδαλμοῖσι διαλλάττοντα ἀνὰ τὸν ἠέρα πλάζει ἡμέας Hp.Ep.18
; embarrass, trip up,πλάζει τὸν παῖδα τὰ σάνδαλα AP 7.365
(Zon.) ; ἐπλάζοντο πρὸς οὐδένα σκοπόν wavered aimlessly, Plu. Mar.36.3 [voice] Pass., go astray,πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηός Od.6.278
: c. gen., ;μανδρῶν πλαζομένων χοίρων τρειῶν Supp.Epigr.4.647.6
(Maeonia, ii A. D.).4 [voice] Pass., wander, rove,πλάζομαι ὧδ' Il.10.91
;ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Od.1.2
; πῇ.. πλάζομαι; 13.204, cf.3.95, 16.64 ; ;πλάζεσθαι μετ' ἐκεῖνον 16.151
; ; ; οἱ πλαζόμενοι the planets, Ti.Locr.97a: never in Com. or correct [dialect] Att. Prose.II μέγα κῦμα πλάζ' ὤμους καθύπερθε struck his shoulders, Il.21.269: here and in Od.5.389 (v. supr. 1.1 fin.) Aristarch. (ap.An.Ox.1.149) took πλάζω [ᾱ by nature] as a dialectal form of πλήσσω, perh. rightly; cf. ἐπιπλάζω, προσπλάζω. (In signf. 1 related to πλάγιος as ἅζομαι to ἅγιος; for πλαγξ-, πλαγχθ- codd. sts. have πλαξ-, πλαχθ-, as v.l., Il.1.59, Od.1.2, 9.81 ([etym.] παρ-), Parm.8.28 ; in signf. 11 perh. a different word.)-------------------------------------------πλάζω (B),A = πλάσσω ([dialect] Tarent.), An.Ox.1.62. -
42 ὥστε
ὥστε,A as Adv., bearing the same relation to ὡς as ὅστε to ὅς, and used by Hom. more freq. than ὡς in similes, when it is commonly written divisim, and is relat. to a demonstr. ὥς: sts. c. [tense] pres. Indic., Il.2.459 sq., 12.421, 13.703: sts. c. [tense] aor.,ὥς τε λέων ἐχάρη 3.23
: sts. c. subj. [tense] pres. or [tense] aor., 2.474 sq., 11.67, 16.428, Od.22.302: all three usages combined in one simile, with varied construction, Il.5.136-9:—the verb is sts. omitted,λάμφ' ὥς τε στεροπή 10.154
: this usage of ὥστε is chiefly [dialect] Ep. (Pi. uses ὧτε, q. v.), but it occurs in Alc.(?)27 (prob.), B.12.124 and sts. in Trag., , cf. Th.62, Pers. 424, Ch. 421 (lyr.), S.OC 343, Ant. 1033, Tr. 112 (lyr.).II to mark the power or virtue by which one does a thing, as being, inasmuch as, like ἅτε, τὸν δ' ἐξήρπαξ' Ἀφροδίτη ῥεῖα μάλ', ὥ. θεός Il.3.381, cf. 18.518; ὥ. περὶ ψυχῆς since it was for life, Od.9.423;ὥ. ταῦτα νομίζων Hdt.1.8
, cf. 5.83, 101, 6.94.B as Conj. to express the actual or intended result of the action in the principal clause:I mostly c. inf., so as or for to do a thing, twice in Hom., εἰ δέ σοι θυμὸς ἐπέσσυται, ὥ. νέεσθαι if thy heart is eager to return, Il.9.42; οὐ τηλίκος.., ὥ. σημάντορι πάντα πιθέσθαι not of such age as to obey a master in all things, Od.17.21;ῥηϊδίως κεν ἐργάσσαιο, ὥ. σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν Hes.Op.44
; ὥ. ἀποπλησθῆναι ( ἀποπλῆσαι codd.)τὸν χρησμόν Hdt.8.96
: freq. in Pi., O.9.74, N.5.1, 35, al.; also in Trag. and [dialect] Att. after demonstratives, , etc.; this constr. is found in cases where (as in Il.9.42 supr. cit.) ὥστε seems superfluous; so afterἐθέλειν, Κύπρις.. ἤθελ' ὥ. γίγνεσθαι τόδε E.Hipp. 1327
; after ἔστι, for ἔξεστι, S.Ph. 656; after ψηφίζεσθαι, Th.5.17; after ἐπαίρειν, E.Supp. 581;ἐπαγγελλόμενοι ὥ. βοηθεῖν Th.8.86
; after words implying request,δεηθέντες.. ὥ. ψηφίσασθαι Id.1.119
;πεῖσαι ὥ. συγχωρῆσαι Id.8.45
.2 after Comparatives with ἤ, when the possibility of the consequence is denied (cf.ὡς B. 111.2
), μέζω κακὰ ἢ ὥστε ἀνακλαίειν woes too great for tears, Hdt. 3.14;μεῖζον ἢ ὥστε φέρειν δύνασθαι κακόν X.Mem.3.5.17
: but in Poetry ὥστε is sts. left out, ;κρείσσον' ἢ φέρειν κακά E.Hec. 1107
(rarely in Prose, Pl.Tht. 149c); similarly with the Posit., ψυχρὸν ὥ. λούσασθαι too cold to bathe in, X.Mem.3.13.3; ἡμεῖς ἔτι νέοι ὥ. διελέσθαι too young to.., Pl.Prt. 314b;γέρων ἐκεῖνος ὥ. δ' ὠφελεῖν παρών E.Andr.80
: this ὥστε is sts. omitted after words implying comparison, ὀλίγους εἶναι στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλέειν too few.. Hdt.6.109;ταπεινὴ ἡ διάνοια ἐγκαρτερεῖν Th.2.61
, etc.3 ὥστε.. ἄν is used with inf., of contingencies more or less improbable,οὕτως ἐκάετο ὥστε μήτε.. ἄλλο τι ἢ γυμνοὶ ἀνέχεσθαι, ἥδιστά τε ἂν ἐς ὕσωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν Th.2.49
, cf. S.OT 374, El. 1316, D.8.35.4 sts. implying on condition that.., like ἐφ' ᾧτε, παραδοῦναι σφᾶς αὐτοὺς Ἀθηναίοις, ὥστε βουλεῦσαι ὅ τι ἂν ἐκείνοις δοκῇ Th.4.37, cf. X.An.5.6.26.II c. Indic., to express the actual or possible result with emphasis,οὐκ οὕτω φρενοβλαβὴς ὁ Πρίαμος οὐδὲ οἱ ἄλλοι.., ὥ. κινδυνεύειν ἐβούλοντο Hdt.2.120
(fort. delendum ἐβούλοντο); ἀσθενέες οὕτω, ὥ... διατετρανέεις Id.3.12
; οὕτως ἀγνωμόνως ἔχετε, ὥ. ἐλπίζετε .. ; are you so foolish that you expect.. ? D.2.26,βέβηκεν, ὥ. πᾶν ἐν ἡσύχῳ ἔξεστι φωνεῖν S.OC82
, cf. OT 533: freq. in X., Mem.2.2.3, al.; with ἄν and the [tense] impf. or [tense] aor. implying a supposed case,ὥστ', εἰ φρονῶν ἔπρασσον, οὐδ' ἂν ὧδ' ἐγιγνόμην κακός S.OC 271
; ὥστε οὐκ ἂν ἔλαθεναὐτόθεν ὁρμώμενος Th.5.6
:ὥστε τὴν πόλιν ἂν ἡγήσω πολέμου ἐργαστήριον εἶναι X.Ages.1.26
.2 at the beginning of a sentence, to mark a strong conclusion, and so, therefore,ὥστ'.. ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ S.Ph.75
; ;ὥ. καὶ ταῦτα λεχθήσεται Arist.Metaph. 1004a22
: c. imper.,θνητὸς δ' Ὀρέστης, ὥ. μὴ λίαν στένε S.El. 1172
;ὥ. θάρρει X.Cyr.1.3.18
, cf. Pl.Prt. 311a;ὥ. ἂν βούλησθε χειροτονήσατε D.9.70
cod.A (- ήσετε cett.); before a question,ὥ. τίς ἂν ἀπετόλμησε..; Lys.7.28
.3 c. opt., with ἄν, Hdt.2.16;βρέφος γὰρ ἦν τότ'.., ὥστ' οὐκ ἂν αὐτὸν γνωρίσαιμ' E.Or. 379
, cf. S.OT 857, Ar.Ach. 943 (lyr.). b. c. opt. in orat. obliq., X.HG3.5.23; after opt. in principal clause, Id.Oec.1.13.4 with subj., in order that, in Thessalian dialect,τὸς ταμίας φροντίσαι οὕστε.. γενειθεῖ τᾶ πόλι ἁ δόσις BCH59.38
([place name] Crannon); ἀντιλλαβέσθαι τᾶς πόλλιος (sic) οὕστε.. ἐς πάντουν ἐγλυθεῖ τοῦν δανείουν ib.p.37.III with part., instead of inf., after a part. in the principal clause,τοσοῦτον ἁπάντων διενεγκόντες, ὥσθ' ὑπὲρ Ἀργείων δυστυχησάντων Θηβαίοις.. ἐπιτάττοντες κτλ. Isoc.4.64
(s. v.l.); οὕτω σφόδρα μισοῦντα τοῦτον, ὥστε πολὺ δὴ (ἂν Dobree)θᾶττον διαθέμενον κτλ. Is.9.16
;ὥστε.. δέον D.3.1
.V in later Greek, folld. by Preps.,Παρμένοντι κλειδὸς ὥ. ἐπὶ τὸ Διοσκούριον Inscr.Délos316.83
(iii B. C.);ξύλον ὥ. ἐπὶ τὴν ἅμαξαν IG11(2)
287 A52 (iii B. C.); μόλυβδος ὥ. εἰς τὸ Κύνθιον ib.203A52 (iii B. C.); κριθῶν ὥ. εἰς τὰ κτήνη barley for the animals, PCair.Zen.251.5 (iii B. C.);ὥ. εἰς ξένια φοίνικας PHal.1.7.4
(iii B. C.).b c. dat., for, χρεία αὐτοῦ ἐστὶν ὥ. Πισικλεῖ it is needed for P., PCair.Zen. 241 (iii B. C.);ὥ. τοῖς χησίν IG11(2).287
A45 (iii B. C.). -
43 ἱμαλιά
Grammatical information: f.Meaning: heap of meal, flour, abundance', after H. = τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων. ἐπιγέννημα ἀλετρίδος. καὶ ὁ ἀπὸ τῶν ἀχύρων χνοῦς. καὶ περιουσία.Derivatives: ἱμαλίς, - ίδος f. `yield (of meal) etc.', after H. = νόστος, δύναμις, ἐπικαρπία, ἡδονή, ἀπαρχη τῶν γινομένων; thus Trypho ap. Ath. 14, 618d (Dorian word); also `song of the mill, ἐπιμύλιος ᾠδή' (H., Poll.) and as surname of Demeter in Syracuse (Polem. Hist. 39). - Adj. ἱμάλιος, after H. = πολύς, ἱκανός, νόστιμος etc., also as month-name in Hierapytna ( GDI 5040, 4).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Popular terms of agriculture, that occur rarely in the literature. With ἱμαλιά cf. first ἁρμαλιά `distributed food, portion', ἀχυρμιά `heap of chaff', φυταλιά `plants in the garden' a. o.; ἱμαλίς is recalled by τροφαλίς `fresh cheese', μολυβδίς `clump of lead' (Chantr. Form. 342ff.). The basis will have been a primary μαλ-deriv. (`to sieve, sieved meal') (see μάλευρον) from a verb `sieve', s. ἠθέω with further connections; cf. also the lit. on ἁρμαλιά. - On Lat. simila `finest flour of wheat' s. σεμίδαλις.Page in Frisk: 1,723Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἱμαλιά
-
44 συγ-κόπτω
συγ-κόπτω, zusammenschlagen, συγκεκομμένος, Eur. Cycl. 227; prügeln, μυρίοι μάλ' εὖ ξυγκεκόφασιν, Plat. Theaet. 169 b; Lys. 3, 16; οἱ συγκεκομμένοι τοῖς νάρϑηξιν, Xen. Cyr. 2, 3, 20, Dem. u. A. übh. zu Grunde richten, zerstören, χειμὼν συνέκοψε πάντα καὶ διέλυσε, Her. 7, 34, κόσμον, zerschneiden, Xen. Cyr. 6, 4, 3; – zusammenziehen, abkürzen, Sp.; ausstoßen; – zusammenstoßen, -rütteln, wie ein harttrabendes Pferd den ge, iter; dah. ermüden, abmatten, so daß Einer wie zerschlagen ist, συγκεκόφϑαι, müde u. zerschlagen sein, Theophr.
-
45 τρομέω
τρομέω, zittern, beben, dah. sich fürchten, Hom. οἱ δὲ μάλ' ἐτρόμεον καὶ ἐδείδισαν, Il. 7, 151; u. trans., wovor zittern, eine Person oder Sache fürchten, c. acc., Il. 17, 203 Od. 16, 446. 18, 80. 20, 215; Γλαῦκον τρόμεον, Pind. Ol. 13, 60, wie Aesch. Prom. 541. – Eben so im med., τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός, Il. 10, 10; ὅπως ἵπποι μὴ τρομεοίατο ϑυμῷ, 492; ϑάνατον τρομέεσϑαι, Od. 16, 446; τρομεύμενος, Solon. frg. 28, 12; Aesch. Pers. 64.
-
46 δια-τρέχω
δια-τρέχω (s. τρέχω), 1) durchlaufen; von Schiffen, αἱ δὲ μάλ' ὦκα ἰχϑυόεντα κέλευϑα διέδραμον Odyss. 3, 177; Hermes fragt Odyss. 5, 100 τίς δ' ἂν ἑκὼν τοσσόνδε διαδράμοι ἁλμυρὸν ὕδωρ ἄσπετον; – τὸ στρατόπεδον διαδραμών Thuc. 2, 25; übertr., τὸν λόγον Plat. Phaedr. 237 a; ἅπαντα τὸν βίον Legg. VII, 802 a; τὰ ἡδέα, alle Genüsse durchlaufen, Xen. Mem. 2, 1, 31; πληγὴ διαδραμοῦσα μέχρι, ein Hieb, der durchdringt, Plut. Pyrrh. 24. – 2) hin u. her laufen; ἀτρεμίζων καὶ μὴ δ. Antiph. III β 5; ἀστέρες Ar. Pax 838; ἔνδοϑέν τις ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργαλισμός Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 16); ἡ φήμη διέδραμε, verbreitete sich, Hdn. 3, 2, 13. u. öfter; wie νεωτερισμός Plut. Alex. 68; ϑροῠς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Pyrrh. 13. – Aor. διέϑρεξα Call. Lav. Pall. 23.
-
47 αὐτίκα
αὐτίκα ( αὐτός, vgl. Buttm. Lexil. II p. 227), 1) sogleich, im Augenblick, auf der Stelle, von Hom. an bei allen Schriststeilern. Hom. vrbdt αὐτίκ' ἔπειτα, Il. 2, 322; αὐτίκα νῦν, Od. 20, 63 u. öfter; vgl. Plat. Eryx. 394 c; ebenso wie μάλ' αὐτίκα das unmittelbare Eintreten des Folgenden bezeichnend, wie in Prosa, αὐτίκα μάλα Prot. 318 b u. sonst; ἅμα τ' αὐτίκα καὶ μετέπειτα, jetzt gleich u. in Zukunft, Od. 14, 403; in νῦν μὲν – αὐτίκα δέ ist die nächste Zukunft der Gegenwart gegenübergestellt, Plat. Gorg. 459 c; Aesch. 1, 196; ähnlich mit fut., αὐτίκα ἥξει Plat. Conv. 175 b; auch αὐτίκα u. ὕστερον stehen einander gegenüber, Thuc. 8, 27; auch αὐτίκα u. τὸ μέλλον, 1, 36. 2, 41, wie αὐτίκα – εἰςαῦτις, Eur. Suppl. 414. In Verbindung mit Substantiven theils das unmittelbar Gegenwärtige, theils das Augenblickliche, Schnellvorübergehende, ἐν τῷ αὐτίκα φόβῳ, der dauernden Furcht entgegengesetzt, Thuc. 4, 108; τὸ αὐτ. δεινόν 1, 124; ἡ αὐτ. φιλονεικία, augenblicklicher Eifer, 1, 41; τὸ αὐτίκα ἡδύ Xen. Cyr. 7, 76, = ἡ παραυτίκα ἡδονή, ohne Anstrengung gewonnen u. dah. leicht vorübergehend. Auch mit dem Partic., αὐτίκα ἰόντι, sogleich, wenn du fort bist, Od. 2, 367; Διόνυσον αὐτίκα γενόμενον, sobald er geboren war, Her. 2, 146. – 2) Bei Anführung eines Beispiels od. Grundes, bei Att. oft, z. B. αὐτίκα γὰρ ἄρχει διὰ τίν' ὁ Ζεὺς τῶν ϑεῶν, denn Zeus, um gleich ein. Beispiel anzuführen, durch wen herrscht er, Ar. Plut. 130; öfter bei Plat., vgl. Prot. 859 b Phaedr. 235 e; αὐτίκα πρῶτον Gorg. 472 d; αὐτίκα δὴ μάλα, um sogleich ein Beispiel anzuführen, Dem. 25, 29. – 3) = αὖτις, Arat. 880. 1076.
-
48 ὀτραλέος
ὀτραλέος, hurtig, emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίϑοντο, Il. 3, 260, παρὰ δεῖπνον ἔϑηκας αἶψα καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ μόρον κέλε υϑοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.
-
49 ἀ-τρέμα
ἀ-τρέμα, vor Vokalen ἀτρέμας, ohne Zittern, ruhig, οὐδέ οἱ ἔγχος ἔχ' ἀτρέμας, ἀλλὰ μάλ' αἰεὶ σειόμενον ἐλέλικτο Il. 13, 557; ἀτρέμας ἑσταώς 13, 438; ἧσϑαι, εὕδειν, 2, 200 Od. 13, 92; μένειν Eur. Or. 258; ἀτρ. καὶ σχολῇ διασκοπῶν Alex. Ath. IV, 164 c; ἀτρέμα σκοπεῖσϑαι Plat. Gorg. 503. Bes. ἀτρέμας ἔχειν, z. B. τὸ στρατόπεδον, σφᾶς αὐτούς, Her. 9, 53. 54; gew. neutral, sich ruhig verhalten, 8, 16; Ar. Nubb. 733 u. öfter; so auch Xen. Cyn. 9, 5; Luc. Hermot. 41; ἀτρ. ἑστάναι Antipho. III γ 10. Bei Dem. 37, 55 dem ταχύ entggstzt.
-
50 ἀμφι-έννυμι
ἀμφι-έννυμι, ἀμφιεννύουσι u. ähnl. Plut.; fut. ἀμφιἐσω, ἀμφιῶ, vgl. προςαμφ.; aor. ἠμφίεσα Xen. Cyr. 1, 3, 17; perf. pass. ἠμφίεσμαι; häufig fut. med.; anziehen, Kleider u. dgl., act einem Anderen, med. sich selbst; Hom. Od. 5, 167 εἵματά τ' άμφιέσω, 13, 399 ἀμφὶ δὲ λαῖφος ἕσσω; 18, 861 εἵματα δ' ἀμφιέσαιμι, 5, 264 εἵματά τ' ἀμφιέσασα, 4, 253 ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσα; 14, 320 ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν, 13, 436 ἀμφὶ δέ μιν μέγα δέρμα ταχείης ἕσσ' ἐλάφοιο, 15, 369 αὐτὰρ ἐμὲ χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ' ἐκείνη καλὰ μάλ' ἀμφιέσασα; 23, 131 ἀμφιέσασϑε χιτῶνας, 142 αμφιέσαντο χιτῶνας, Iliad. 14, 178 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἀμβρόσιον ἑανὸν ἕσατο, 20, 150 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἄρρηκτον νεφέλην ὤμοισιν ἕσαντο, Od. 6, 228 ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσατο, Iliad. 10, 23 ἀμφὶ δ' ἔπειτα δαφοινὸν ἑέσσατο δέρμα λέοντος, Od, 14, 529 ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἑέσσατ' ἀλεξάνεμον, Iliad. 10, 177 ἀμφ' ὤμοισιν ἑέσσατο δέρμα λέοντος; Od-22, 362 ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον; – χιτῶνα ἐκεῖνον ἠμφίεσε Xen. a. a. O. u. Plat. Conv. 219 b; Ar. Plut. 936; Plat. Prot. 321 a αὐτὰ ϑριξὶ καὶ δέρμασιν ἀμφιεννύς; perf. pass. ἠμφίεσαι Xen. Mem. 1, 6, 2; ἀρετὴν ἀντὶ ἱματίων ἀμφιέσονται Plat. Rep. V, 457 a; Xen. Cyr. 4, 3, 20; ἀμφιέσαντο κόνιν γυίοις Aesch. 1 (VII, 255); ἠμφιεσμένος absolut, angekleidet, neben ὑποδεδεμένος, beschuht, Plat. Rep. II, 372 a; ἐν μαλακοῖς Ev. Matth. 11, 8.
-
51 ἀ-μέλγω
ἀ-μέλγω (mulgere), melken, Hom. fünfmal, Od. 9, 238 μῆλα, πάντα μάλ' ὅσσ' ἤμελγε, 244. 341 ἑζόμενος δ' ἤμελγεν ὄις καὶ μηκάδας αἶγας, 308 ἤμελγε κλυτὰ μῆλα; Iliad. 4, 434 ὄιες ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν; – μόσχους Eur. Cycl. 388; Theocr. 11, 75; γάλα Her. 4, 2. – Med., saugen lassen, Opp. C. 1, 437. – Uebh. vom Auspressen, Aussaugen flüssiger Dinge, bei Sp. D.; φάρμακον ἀμέλξω Theocr. 23, 25; φίλτρον Bion. 1. 48; vom Wein νέκταρ ὀπώρης ἀμ. Nonn. 12, 320; vgl. Maced. 32 (IX, 645); νέκταρ ἀμέλγονται Ion bei Ath. X, 447 d; ἰκμάδα λειριόεσσαν ἀμ., das zarte Naß lecken, Nonn. 26, 196; vom Blutegel, saugen, Nic. Al. 506; von Bienen Nonn. 5, 246; auch der Mond, πῠρ ἠελίοιο ἀμ., Nonn. 5, 166. – Uebertr., wie unser aussaugen, ξένους καρπίμους Ar. Equ. 326.
-
52 ἄθυρμα
ἄθυρμα, τό, alles, was erfreut, Spielzeug, Ergötzung, Schmuck, Hom. dreimal, Iliad. 15, 363 ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν ῥεῖα μάλ', ὡς ὅτε τις ψάμαϑον παῖς ἄγχι ϑαλάσσης, ὅς τ' ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀϑύρματα νηπιέῃσιν, ἂψ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν ἀϑὐρων, Od. 15, 416 ἔνϑα δἑ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυϑον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί' ἄγοντες ἀϑύρματα νηὶ μελαίνῃ, 18, 323 παῖδα δὲ ἃς ἀτίταλλε, δίδου δ' ἄρ ἀϑὐρματα ϑυμῷ; – Pind. P. 5, 23 nennt Ἀπολλώνιον ἄϑ. den Festreigen des Apollo; δελφῖνες, ἀϑύρματα Νηρηΐδων Arion 11, Freude der Nereiden. Aehnlich Sp. D., ῥόδον ἀφροδισίων ἄϑ., Zierde, Anacr. 53, 8; καλὸν ἄϑ. κάτϑεσαν En. ad. 125 (VI, 37), ein schönes Weihgeschenk. Die Atticisten ziehen es dem παιγνίον vor und wollen ἅϑυρμα schreiben; Cratin. nannte nach Suid. so seine Komödien.
-
53 ἌΓΧι
ἌΓΧι (vgl. ἐγγύς, ἄγχω, ἄγκος), p., nahe, 1) vom Orte, nahe bei, von Homer an, a) mit dem gen. z. B. ἄγχι νεῶν Il. 10, 161, στήσαμεν νῆα ἄγχ' ὕδατος γλυκεροῖο Od. 12, 306, ἤιεν ἄγχι κυνῶν 19, 438, Ἕκτορος ἄγχι γένοντο II. 8, 117; Pind. ἄγχι ἐλϑὼν ἁλός Ol. 1, 71; Aesch. Ch. 630 Pers. 459; Soph. O. C. 400; Eur. Phoen. 1572. – b) mit dem dat., bes. bei παρέστη, παρίστατο, wo der dat. auch vom verh. abhangen kann, Il. 15, 442. 5, 570; τάχα δέ σφισιν ἄγχι γένοντο Il. 23, 447, ταρβήσας, ὅ οἱ ἄγχι πάγη βέλος Il. 20, 283. Vgl. Pind. N. 6, 16 ἄγχι ἀρούραις, wo es ähnlich heißt. – c) ohne cas., wie ἄγχι σχὼν κεφαλήν Od. 1, 157. 4, 70. 17, 592; – ἔστη ἄγχι παρ' ὀρσοϑύρην Od. 22, 333. – 2) von der Zeit erkl. man Hom. Od. 19, 301 ἐλεύσεται ἤδη ἄγχι μάλ', οὑδ' ἔτι τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης δηρὸν ἀπεσσεῖται, – Compar. ἆσσον, näher, häufig ohne cas. mit ἰέναι, ἱκέσϑαι, sich nähern, oft mit dem gen., dem es gew. nachsteht, z. B. τείχεος ἆσσον ἴσαν Il. 22, 4, wie Aesch. frg. 162; Eur. Iph. A. 291; Soph. O. C. 813 στείχει ἡμῶν ἆσσον; vgl. El. 888; auch μᾶλλον ἆσσον verb., Ant. 1195; doch ἆσσον ἐμεῖο IL 24, 74, ἆσσον δ' οὐκέτ' ἔπειτα δυνήσατο οἷο ἄνακτος ἐλϑέμεν Od. 12, 303. In ἀλλά μοι ἆσσον στῆϑι Il. 23, 97 ist μοι der dat. ethic., wie auch wohl Soph. O. C. 726 ἆσσον ἔρχεται Κρέων ὅδ' ἡμῖν zu nehmen. – Auch ἀσσοτέ ρω, Hom. πυρός Od. 19, 506, παραὶ πυρί 17, 572; - ἄγχιον, E. M. – Die Form ἀγχότερος s. unter ἀγχιοῠ, – Superl. ἄγχιστος, s. bes.; – ἀγχότατος unter ἀγχοῦ; – ἄσσιστα sagte Aesch. frg. 56; ἀσσοτάτω Crinag. 22 (IX, 430), der auch ἀσσοτάτη λεχέων hat 9 (VI, 345).
-
54 ἐγ-χρίμπτω
ἐγ-χρίμπτω, mit Gewalt, schnell hinausbringen, ἐν νύσσῃ ἵππ ος ἀρίστερος ἐγχριμφϑήτω, dicht am Ziel hingelenkt, Il. 23, 338, wie 334 σὺ μάλ' ἐγχρίμψας ἐλάαν σχεδὸν ἅρμα; ἐγχριμφϑεὶς πύλῃσιν 17, 405; αἰχμὴ ὀστέῳ ἐγχριμφϑεῖσα, die bis auf den Knochen gedrungene Spitze, 5, 662, vgl. 7, 272; νωλεμὲς ἐγχρίμπτοντο, sie drangen mit Gewalt auf einander ein, 17, 413; ἐλάφοις ἐγχριμπτομένα, d. i. jagend, Eur. Hipp. 218; sp. D.; – βᾶριν τῇ γῇ, ans Land stoßen, Her. 2, 60, vgl. 9, 98 ἐγχρίμψας τῷ αἰγιαλῷ sc. ναῠν; ἐγχριμπτόμενοι καὶ ψαύοντες 2, 93; öfter absol., nahe kommen, μή τις ἡμῖν ἐγχρίμπτῃ Soph. El. 886; μυχάτῃ ϑαλάσσῃ Ap. Rh. 2, 398; γυναικί, wie πλησιάζειν, vom Beischlaf, Her. 4, 113. – Vom Biß giftiger Thiere, οἷσιν ἐνιχρίμψη δάκος Nic. Th. 336; vgl. Ap. Rh. 4, 1512; vom Angriff des Elephanten, Opp. C. 2, 535; von Krankheiten, befallen, Medic.
-
55 αὐτίκα
A forthwith, at once, in a moment, which notion is strengthd. by Hom. inαὐ. νῦν, μάλ' αὐ.
on the spot,Od.
10.111, al.: c. part., αὐτίκ' ἰόντι immediately on his going, 2.367; beginning a sentence, Sapph.Supp. 20a.13: in Prose, αὐ. γενόμενος as soon as born, Hdt.2.146;αὐ. μάλα Id.7.103
, IG12.39.47, Pl.Prt. 318b; αὐ. δὴ μάλα presently (at the end of a sentence), D.21.19,23;αὐ. νυκτός Theoc.2.119
.2 now, for the moment,αὐ. καὶ μετέπειτα Od.14.403
;ὁ μὲν αὐτίχ' ὁ δ' ἥξει A.Ch. 1020
; ἡδὺ μὲν γὰρ αὐ... ἐν δὲ χρόνῳ .. E.Andr. 781 (lyr.); Th. opposes τὸ αὐ. andὁ μέλλων πόλεμος 1.36
, cf. 2.41: with a Subst.,τὴν μὲν αὐτίχ' ἡμέραν S.OC 433
; ὁ αὐ. φόβος momentary fear, Th.3.112, cf. 1.41, 124.3 in a slightly future sense, immediately, presently,αὐτίκ' ἀκούσεσθε D.19.17
, cf. S.Ph.14, 1001, Ar.Pl. 347, etc.; opp. νῦν, Pl.Grg. 459c, R. 420c;ἐμπέπτωκεν εἰς λόγους οὓς αὐ. μᾶλλον.. ἁρμόσει λέγειν D.18.42
. -
56 αὖ
αὖ, Adv. of repeated action,A again, anew, afresh, once more, Il.1.540, etc.: freq. after numerals, δεύτερον αὖ, τρίτον αὖ, etc., Hom.;τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω A.Th. 526
, cf. Ch. 1066 (lyr.); in a question, expressing impatience, τίς δὴ αὖ τοι .. ; Il.1.540.II generally, again, i.e. further, moreover, ib.2.493, etc.;καὶ ἔτι γε αὖ Pl.Tht. 192b
.2 on the other hand, following δέ, τούτῳ μὲν.. τούτῳ δ' αὖ .. Il.4.417; also, in turn, οἳ δ' ἄρα.. Ἠλίδα δῖαν ἔναιον.. τῶν αὖ τέσσαρες ἀρχοὶ ἔσαν ib.2.618; : hence = δέ, even when μέν precedes, Il.11.109, Od.4.211; freq. joined withδέ, ὃν δ' αὖ δήμου τ' ἄνδρα ἴδοι Il.2.198
; , cf. Eu. 954 (lyr.);ὁ μὲν ἥμαρτε ὁ δ' αὖ.. κατειργάσατο X.Cyr.4.6.4
;οὐκ.. οὐδ' αὖ S.OT 1373
, El. 911, cf. Pl.Tht. 160b: with τε, X.Cyr.1.1.1, Pl.Prt. 326a, etc.V of Place, backward, only in the incorrect orthography αὖ ἔρυσαν, cf. αὐερύω.—Not placed first in a sentence. [[pron. full] ᾰυ before a vowel, Pl.Com.153.3, Archestr. ap. Ath.6.300e (both hex.).] (Cf. αὐτάρ, αὖτε, αὖτις, Lat. aut.) -
57 αὖθις
αὖθις, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] αὖτις (also in S.Ichn.227,229, Fr. 599, cod. Laur. in Id.OC 234 (lyr.), 1438, and Men.Epit. 362, Sam. 281, 292), Adv., a lengthd. form of αὖ:I of Place, back, back again,αὖτις ἰών Il.8.271
, al.; ἂψ αὖτις ib. 335;τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις 6.391
; rare later,δευρὶ καὖθις ἐκεῖσε Ar.Ra. 1077
.II of Time, again, anew, Il.4.222, etc.; freq. strengthd.,ὕστερον αὖ. 1.27
, cf. S.Aj. 858;ἔτ' αὖ. Il.9.375
;πάλιν αὖ. 5.257
, S.Fr. 487;αὖ. πάλιν Id.OC 364
, etc.; αὖ. αὖ πάλιν ib. 1418 codd.;αὖ πάλιν αὖθις Ar.Nu. 975
;μάλ' αὖ. A.Ch. 654
, 876, Ag. 1345; βοᾶν αὖθις cry encore! X.Smp.9.4. -
58 θέα
A seeing, looking at, θέης ἄξιος, = ἀξιοθέητος, Hdt.1.25, cf. X.HG6.2.34; θέαν λαβεῖν to take or get a view, S. Ph. 536, 656; ἐς θέαν [τινὸς] ἔρχεσθαι, ἐπὶ θέαν τἀνδρὸς ἐλθεῖν, to go to see, E.IA 427, Pl.La. 179e;κατὰ θέαν ἀναβαίνειν τοῦ χωρίου Th. 5.7
, cf. 9, 6.31; ἠγριωμένος ἐπὶ τῇ θέᾳ τινός at the sight of.., X. Cyr.1.4.24;βαδίζειν ἐπὶ κωμῳδῶν θέαν Id.Oec.3.7
.b of the mind, contemplation,ἡ τοῦ ὄντος θ. Pl.R. 582c
, cf. Arist.Ph. 209b20, etc.2 aspect,διαπρεπὴς τὴν θ. E.IA 1588
;αἰσχρὰν θ. παρέχειν X.Eq.7.2
;ἀπὸ τῆς θ. εἰκάζειν Luc.VH1.11
; ὑποδῦσα θέαν ἀνθρώπου having assumed the appearance of a human being, Palaeph.48.II that which is seen, sight,Ζηνὶ δυσκλεὴς θ. A.Pr. 243
;μάλ' ἄζηλος θ. S.El. 1455
;ὡς ἴδω πικρὰν θ. E.Hipp. 809
; ἀταρβὴς τῆς θ. without fear of the sight, S.Tr.23: pl.,θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος Pl.R. 615a
.2 spectacle, performance, in a theatre or elsewhere, Thphr.Char.5.7, etc.;ἐν ταῖς θ. καὶ ἐν ταῖς πομπαῖς CIG3068
A 22 ([place name] Teos), cf. Plu.Caes. 55, Brut.21, Hdn.1.15.1(pl.); μεγάλαι θ.,= Ludi Magni, Plu.Cam. 5.III place for seeing from, seat in the theatre (cf. αἴγειρος), θέαν εἰς τὰ Διονύσια κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Aeschin.2.55
, cf. D.18.28; θέαν καταλαμβάνειν to occupy one, Id.21.178;προκατ αλαμβάνειν Luc.Herm.39
;ἔχειν ἐν τῷ θεάτρῳ Plu.Flam.19
, etc.2 auditorium, IG22.1176.IV αἴδεσσαί με θέας ὕπερ revere me by thy countenance, dub. in h.Cer.64 codd. (prob. θεὰν σύ περ). -
59 καταφεύγω
Aφεύξομαι D.8.41
:— flee for refuge, ἐς τὸ [ ἱρόν] Hdt. 2.113, cf. 1.145;ἐπὶ Διὸς βωμόν Id.5.46
: c. acc.,οὐκ ἔχω βωμὸν κ. E.IA 911
(troch.); - πεφευγέναι ἐν τόπῳ flee and take refuge in.., Pl.Sph. 260c, cf. X. HG4.5.5; ἐκεῖ, ἐνθάδε κ., Th.3.71, Isoc.14.28; ὅποι .. X. Mem.3.8.10; κ. εἴς τινα flee for protection to him,ὃς ἂν φεύγων καταφύγῃ ἐς τούτους Hdt.4.23
;εἰς ὑμᾶς κ. καὶ ἀντιβολῶ And.1.149
;ἐπί τινα D.18.19
, etc.;πρὸς ὑμᾶς Id.8.41
;παρ' ἡμῖν Isoc.12.194
.2 ἐκ τῆς μάχης κ. escape from.., Hdt.6.75: abs., ἄνω μάλ' εἶσι καταφυγών (sc. ὁ ἀτμός) Alex. 124.17.3 have recourse, ;εἰς σωτηρίαν Id.2.4.1
;εἰς τοὺς λόγους Pl.Phd. 99e
, cf. 76e; ;ἐπὶ τὰς μηχανάς Pl.Cra. 425d
;ἐπὶ τὸν δικαστήν Arist.EN 1132a20
; ἐπὶ τὸν λόγον ib. 1105b13;ἐπὶ Καρχηδονίους Plb.1.10.1
, cf. Plu.Cam.7;πρὸς θεῶν εὐχάς Pl.Phdr. 244e
;ὥς τινας Plb.24.10.11
: c. dat.,τῇ μητρί Ctes.Fr.29.57
.4 εἰς τὴν τοῦ βίου μετριότητα κ. fall back upon, appeal to.., D.25.76; ἐπὶ τὸ φάσκειν .. Phld. D.3.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφεύγω
-
60 κυβιστάω
A tumble head foremost,ἦ μάλ' ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ Il.16.745
, cf. 749; of fish, κατὰ καλὰ ῥέεθρα κυβίστων ἔνθα καὶ ἔνθα tumbled or plunged about, 21.354, cf. Opp.l.c.; esp. of professional tumblers, Pl.Smp. 190a; κ. εἰς ξίφη, εἰς μαχαίρας, X.Smp.2.11, Mem.1.3.9, Pl.Euthd. 294e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβιστάω
См. также в других словарях:
Μαλ, Λουί — (Louis Malle, Γαλλία 1932 – ΗΠΑ 1995). Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Σορβόνη και κινηματογράφο στο Παρίσι, με τον οποίο ασχολήθηκε αμέσως μετά την αποφοίτησή του. Υπήρξε ένας… … Dictionary of Greek
συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… … Dictionary of Greek
κυβιστώ — και κυβισταίνω (Α κυβιστῶ, άω, ιων. τ. κυβιστέω) βάζω το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω και αναστρέφομαι, κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι προς τα κάτω, κάνω τούμπα («ἦ μάλ ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῑα κυβιστᾷ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ψάρι) βυθίζομαι … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Εβρίδες — (Ηebrides Western Islands). Νησιωτικό συγκρότημα (7.283 τ. χλμ.) της βορειοδυτικής Ευρώπης, που περιλαμβάνει περισσότερα από 50 νησιά. Οι Ε. πολιτικά ανήκουν στη Μεγάλη Βρετανία και διοικητικά στις σκοτζέζικες κομητείες Ρος και Κρομάρτι, Ίνβερνες … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ … Dictionary of Greek
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek