-
1 κατ-αντικρύ
κατ-αντικρύ, gerade gegenüber; τινί, Thuc. 7, 57 u. öfter; εἰς τὸ κατ. ἀποχωρήσαντες Plat. Lvs. 207 a, öfter; Σηστὸν κατ. ὄντα Ἀβύδου Xen. Hell. 4, 8, 5; Eubul. Ath. XI, 473 d. – Bei Hom., καταντικρὺ τέγεος πέσεν Od. 10, 559, vgl. 11, 64, entspricht es dem ἄψοῤῥον καταβῆναι, Elpenor vergaß zurück die Treppe hinunter zu gehen, ging geradeaus u. stürzte vom Dach hinab. – Bei D. Cass. 57, 7 u. Aristaen. 2, 5 steht καταντικρύς; vgl. Phryn. 443. [Bei Hom. ist des Verses wegen υ lang.]
-
2 ἀντικρύ
Grammatical information: adv.Meaning: `right opposite' (Il.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: With ἀντι- ?, further unclear. Kretschmer Glotta 4, 356 connects ἀντικρούω `come into collision'. Improbable Chantraine Gramm. hom. 2, 148: to κάρη. Improb. also vW. (to Lat. crūs). Beekes - Cuypers, Mnem. 56 (2003): -υ short, but metrically lengthened. The Attic form hardly substituted ἀντα- for ἀντι- (the anticipation of the ρ and the assimilation would then be strange); but this also suggests that ἀντα\/ι- is not the Greek word (assimilation ο \> υ is also rare in Greek). If the word was Pre-Greek (* ant(r)ak(r)u-) identification with ἀντι would not surprise. Interchange ο\/ι is known from Pre-Greek words (Fur. 191 n. 37), so the word will be Pre-Greek. Then, it is also uncertain what the original position of the ρ was; if *ἀντρα-κυ, the last element might be compared with μεσσηγυ, ἐγγύς.Page in Frisk: 1,114Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀντικρύ
-
3 καταντικρύ
κατ-αντικρύ, Prep. c. gen.,2 in [dialect] Att., = Homeric ἀντικρύ, over against, right opposite,πρυτάνεων καταντῐκρύ Ar.Ec.87
; τὰ κ. Κυθήρων the parts opposite Cythera, Th.7.26, cf. X.HG4.8.5; κ. ᾗ.. ἐξέπεσεν exactly opposite to the point at which.., dub. l. in Pl. Phd. 112d: c. dat.,κ. τῇ θέσει Arist.Mete. 356a10
;τῷ ἡλίῳ D.C.60.26
.II Adv. of Place, right opposite, ἡ ἤπειρος ἡ κ. Th.1.136;ἐν τῷ κ. προσστῆναί τινι Pl.Euthd. 274c
, cf. Prt. 315c;τὸ κ. αὐτῶν τοῦ σπηλαίου Id.R. 515a
; ἐκ τοῦ κ. from the opposite side, ib.b; κ. ὁρᾶν look right in the face, Id.Chrm. 169c; ἐπὶ τὸ κ. in the opposite direction, Arist.HA 528b10 (but εἰς τὸ κ. towards the opposite end, Pl.Phd. 72b);πρὸς τὸ κ. κείμενος Plb.4.39.6
.3 outright, downright, Th.7.57 (nisi leg. καὶ ἄντικρυς) ; παραβάλλειν.. μὴ κ. Arist.Rh. 1419b36. [On the quantity v. ἀντικρύ: the form [full] καταντροκύ is found in [dialect] Att. Inscrr., IG22.1668.88.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταντικρύ
-
4 καταντικρύ
κατ-αντικρύ, gerade gegenüber; καταντικρὺ τέγεος πέσεν, Elpenor vergaß zurück die Treppe hinunter zu gehen, ging geradeaus u. stürzte vom Dach hinab -
5 καταντικρυ
I(Hom. тж. ῡ) praep. cum gen., редко dat.
1) прямо с (чего-л.)(κ. τέγεος πεσέειν Hom.)
2) прямо напротив(τῇ θέσει τῆς ἐκροῆς Arst.)
ἐς τὰ κ. Κυθήρων τῆς Λακωνικῆς Thuc. — в (той) части Лаконии, которая находится против (острова) Киферы;καταλαβεῖν ἕδρας τῶν πρυτάνεων κ. Arph. — занять места напротив пританеев;(τοῦ Ὠκεανοῦ) κ. καὴ ἐναντίως ῥέων Ἀχέρων Plat., — Ахеронт, текущий в направлении, противоположном ОкеануIIadv.1) прямо (на)против(ἐν τῷ κ. προσιστάναι τινί Plat.; πρὸς τὸ κ. κεῖσθαι Polyb.)
κ. ὁρᾶν Plat. — смотреть прямо в лицо;εἰς τὸ κ. Plat. — в (на) противоположную сторону;ἥ ἤπειρος ἥ κ. Thuc. — противолежащий материк2) прямо, напрямик(λέγειν Arst.)
εἰς τὸ κ. Plat. — по прямой линии;κ. καὴ κατὰ τὸ εὐθύ Plat. — совершенно прямым путем -
6 προσδεσμεύω
A bind on or to,τι πρός τι D.S.4.59
;κατ' ἀντικρὺ τοῖς ζῶσι νεκρούς Iamb.Protr.8
; τι περί τι Sch.Ar.V. 580 ([voice] Pass.):—[voice] Pass., Aët.6.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδεσμεύω
-
7 κατανταω
1) приходить, доходить, подходить, прибывать(εἰς τὰ βασίλεια, ἐπὴ τέν κοίτην, πρὸς ὄρος Diod.; εἰς λιμένας τινάς Arst.; ἀντικρὺ Χίου NT.)
κ. εἰς ἑαυτούς Polyb. — встретиться друг с другом;κ. ἐπὴ τὸν ὅρκον Diod. — давать клятву (досл. доходить до клятвы)2) ( в речи) доходить, договариваться(ἐπὴ λογισμοὺς τοιούτους Polyb.)
3) достигать(εἰς τέν ἑνότητα, εἴς τινα NT.)
4) доживать(τὰ τέλη τῶν αἰώνων NT.)
5) грам. сочетаться, строитьсяκ. εἰς δοτικήν — образовать конструкцию с дательным падежом
6) происходить, случатьсяπότε καὴ πῶς καὴ ποῦ καταντήσει Polyb. — (знать) когда, как и где (что-л.) произойдет
-
8 μέμονα
A mṇ-), cogn. with μένος (cf. Il.5.135, 136), μαίνομαι: [ per.] 1sg.μέμονα Il.5.482
; [ per.] 2sg.μέμονας 9.247
, al.; [ per.] 3sg. μέμονε, μέμονεν, 12.304, 18.176, al.; [ per.] 2 dualμέμᾰτον 8.413
; [ per.] 1pl.μέμᾰμεν 9.641
; [ per.] 2pl.μέμᾰτε 7.160
; [ per.] 3pl.μεμάᾱσι 10.208
, 236, al.; [ per.] 3sg. imper. μεμάτω [ᾰ] 20.355; inf.μεμονέναι Hdt. 6.84
;μεμάμεν Hsch.
: [tense] plpf. [ per.] 3sg. μεμόνει prob. cj. in Theoc.25.64 (μέμοινε, μέμαεν codd.); [ per.] 3pl.μέμᾰσαν Il.13.337
: mostly in [tense] pf. part.μεμᾰώς 5.301
, al. ( μεμᾱώς nom. sg. masc. only Il. 16.754); which in [dialect] Ep. and Lyr. retains ω in oblique cases, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, exc. where we have μεμᾱότες, μεμᾱότε [ā metri gr.], Il.2.818, 13.197; fem.μεμᾰυῖα 4.440
, al. ( μεμᾱότας is dub. l. in Pi.O.1.89):— to be furiously or very eager, c. [tense] pres. inf.,λάβε φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μεμαώς Il.18.156
; μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν ib. 176;μέμονέν τε μάχεσθαι Od.20.15
;μέμασαν δὲ μάχεσθαι Il.13.135
;ἀλεξέμεναι μεμαῶτα 1.590
;ἐρεσσέμεναι μεμαῶτες 9.361
;θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον Od.4.351
;τοῦ.. μεμάασιν ἀκουέμεν ὁππότ' ἀείδῃ 17.520
; μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι we would fain be, Il.9.641: c. [tense] aor. inf.,ἀποκτάμεναι μεμάασιν 20.165
; ;διαπραθέειν μεμαῶτες 9.532
;γούνων ἅψασθαι μεμαώς 21.65
;ἐξελθεῖν μεμαῶτα 22.413
; ;ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες Pi.N.1.43
: inf. omitted, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοί (sc. ἕταροί σοι γενέσθαι) Il.10.236: abs., rage, (lyr.); γαστέρα.. μεμαυῖαν ravenous, Od.17.286; βῆ μεμαώς he strode on eagerly, Il.10.339;ἕλκ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς 11.239
;ἆλτ' ἐπί οἱ μεμαώς 21.174
, cf. 22.326; ἐν πέτρᾳ μεμαώς, of a fisher, expectant, Theoc. 21.42: with Adv. of direction, πῇ μέματον; whither so fast? Il.8.413; πῇ μεμαυῖα κατ' Οὐλύμπου τόδ' ἱκάνεις; 14.298; πρόσσω μεμαυῖαι pressing forward, 11.615;ἀντικρὺ μεμαώς 13.137
;ἰθὺς μεμαῶτι 22.284
: so c. dat. instrum.,μεμαότες ἐγχείῃσι 2.818
.2 to be minded, purpose, intend: c. [tense] pres. inf., οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι has no mind to be chased, Il.12.304; ἀλλ' ἄνα, εἰ μέμονάς γε καὶ ὀψέ περ υἷας Ἀχαιῶν τειρομένους ἐρύεσθαι (perh. [tense] fut. inf.) 9.247; ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον; 24.657;ἢ καταλείψουσιν.. ἦε μένειν μεμάᾱσι 22.384
, cf. 10.208, 409, Od.5.375: c.[tense] aor. inf., πῇ τ' ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον; Il.13.307;εἰ.. μέματον καταδῦναι ὅμιλον 10.433
: c. [tense] fut. inf., sts. with sense of hoping, expecting, presuming, πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας, κύον ἀδεές, ἀντἴ ἐμεῖο στήσεσθαι; 21.481; ἀλλ' ἄγε, πῶς μέμονας πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν; 7.36, cf. 2.543, 12.197, 200, 218; οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν καλλείψειν (ἐκπέρσειν Zenod.
); 14.88, cf. 15.105;μέμονέν τε μάλιστα μητέρ' ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν Od.15.521
;σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες 24.395
: c. acc. cogn., μέμονεν δ' ὅ γε ἶσα θεοῖσι deems himself a match for.., Il.21.315; τί μέμονας; what wishest thou ? A.Th. 686 (lyr.): c. gen.,μεμαυἶ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Il.5.732
; μεμαότε θούριδος ἀλκῆς mindful of.., 13.197 (cf.μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς 5.718
);ἦ τινα καὶ Δαναῶν, ἀλκῆς μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι 17.181
(unless ἀλκῆς goes only with σχήσω), cf. 9.655, 20.256, Od.22.172: abs.,διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε Il.16.435
;δίδυμα μέμονε φρήν E.IT 655
(lyr.).
См. также в других словарях:
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… … Dictionary of Greek
ant-s — ant s English meaning: forward, before, outer side Deutsche Übersetzung: “Vorderseite, Stirn” Material: O.Ind. ánta ḥ “ end, border, edge “ (therefrom antya ḥ “ the last “); Alb. (*ánta) ana ‘side, end”. Gk. gen. sg. κάταντες ( … Proto-Indo-European etymological dictionary
περαχώρα — Πολύ μεγάλος ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Λουτρακίου Περαχώρας (... κάτ., 121 τ. χλμ.). Άποψη του ορεινού οικισμού της Περαχώρας, έξω από το Λουτράκι. * *… … Dictionary of Greek
Dispute about Jesus' execution method — This article is about different views on the form of the gibbet used in the Crucifixion of Jesus. For supposed relics of a Cross, see True Cross. Part of a series on the Death and resurrection of Jesus Passion Last Supper Arr … Wikipedia
αγνάντια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 411 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χασίων. * * * και αγνάντι επίρρ. απέναντι, αντίκρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > *ταϊνάντια > *ταjνάντια… … Dictionary of Greek
καταντίπερα — (Α) επίρρ. καταντικρύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντιπέρα «αντίκρυ»] … Dictionary of Greek
καταντιπέρας — (Α) επίρρ. ακριβώς απέναντι, καταντικρύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντιπέρας «αντίκρυ, απέναντι»] … Dictionary of Greek
καταντιπέρην — (Α) καταντικρύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντιπέρην «αντίκρυ, απέναντι»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek