-
1 πλαγία
πλαγίᾱ, πλάγιοςplaced sideways: fem nom /voc /acc dualπλαγίᾱ, πλάγιοςplaced sideways: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πλαγίᾱͅ, πλάγιοςplaced sideways: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 πλάγια
επίρρ.1) боком, косо, наклонно: наискосок, наискось; 2) коварно, вероломно, исподтишка;ενεργώ πλάγια — действовать исподтишка
-
3 πλαγίᾳ
Βλ. λ. πλαγία -
4 πλαγιά
η склон (горы), косогор -
5 πλάγια
πλάγιονplaced sideways: neut nom /voc /acc plπλάγιοςplaced sideways: neut nom /voc /acc plπλάγιοςplaced sideways: neut nom /voc /acc pl -
6 πλάγια
[платка] επίρ рядом, сбоку, косвенно. -
7 πλαγιά
yamaç -
8 πλάγια
yanlamasına -
9 πλαγιά
1) côte2) inclinaison3) pente -
10 πλαγιά
1) nachylenie (n) rzecz.2) pochyłość (f) rzecz.3) skłonność (f) rzecz.4) spadek (m) rzecz.5) stok (m) rzecz.6) zbocze (n) rzecz. -
11 πλαγιά
1) naklonění2) sklon3) spád4) stráň5) svah6) úbočí7) zešikmení -
12 πλαγιά
1) flank2) slopeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πλαγιά
-
13 πλάγια θύρα
πλάγια θύρα ηбоковые дьяконские врата, южные и северныеΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > πλάγια θύρα
-
14 κατα-πλαγία
κατα-πλαγία, ἡ, Furchtsamkeit, Poll. 3, 137.
-
15 πλάγι'
πλάγια, πλάγιονplaced sideways: neut nom /voc /acc plπλάγια, πλάγιοςplaced sideways: neut nom /voc /acc plπλάγια, πλάγιοςplaced sideways: neut nom /voc /acc plπλάγιε, πλάγιοςplaced sideways: masc voc sgπλάγιε, πλάγιοςplaced sideways: masc /fem voc sgπλάγιαι, πλάγιοςplaced sideways: fem nom /voc pl -
16 πλαγιάσας
πλαγιά̱σᾱς, πλαγιάζωturn sideways: fut part act fem acc pl (doric)πλαγιά̱σᾱς, πλαγιάζωturn sideways: fut part act fem gen sg (doric)πλαγιάσᾱς, πλαγιάζωturn sideways: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
17 πλαγίας
πλαγίᾱς, πλάγιοςplaced sideways: fem acc plπλαγίᾱς, πλάγιοςplaced sideways: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 πλαγιάσαι
πλαγιά̱σᾱͅ, πλαγιάζωturn sideways: fut part act fem dat sg (doric)πλαγιάζωturn sideways: aor inf actπλαγιάσαῑ, πλαγιάζωturn sideways: aor opt act 3rd sg -
19 πλαγιάσαις
πλαγιά̱σαις, πλαγιάζωturn sideways: fut part act fem dat pl (doric)πλαγιάζωturn sideways: aor part act masc nom /voc sg (doric aeolic)πλαγιάζωturn sideways: aor opt act 2nd sg -
20 πλαγίαι
πλαγίᾱͅ, πλάγιοςplaced sideways: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
πλαγία — πλαγίᾱ , πλάγιος placed sideways fem nom/voc/acc dual πλαγίᾱ , πλάγιος placed sideways fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίᾳ — πλαγίᾱͅ , πλάγιος placed sideways fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάγια — Oνομασία 12 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
πλαγιά — η πλευρά λόφου ή βουνού: Το κοπάδι έβοσκε στην πλαγιά του βουνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαγιά — Oνομασία 12 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
πλάγια — πλάγιον placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυατροφική πλάγια σκλήρυνση — (Ιατρ.). Λέγεται και νόσος του Σαρκό. Είναι η συχνότερη και η πιο μοιραία νόσος του νευρικού συστήματος στους ενήλικες. Χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό μυατροφικής παράλυσης ποικίλλων βαθμών εξαιτίας προσβολής των κινητικών κυττάρων των προσθίων … Dictionary of Greek
Νέα Πλάγια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.)του νομού Χαλκιδικής … Dictionary of Greek
πλάγι' — πλάγια , πλάγιον placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγια , πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγια , πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγιε , πλάγιος placed sideways masc voc sg πλάγιε , πλάγιος placed sideways masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιάσας — πλαγιά̱σᾱς , πλαγιάζω turn sideways fut part act fem acc pl (doric) πλαγιά̱σᾱς , πλαγιάζω turn sideways fut part act fem gen sg (doric) πλαγιάσᾱς , πλαγιάζω turn sideways aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίας — πλαγίᾱς , πλάγιος placed sideways fem acc pl πλαγίᾱς , πλάγιος placed sideways fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)