Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλάγια

См. также в других словарях:

  • πλαγία — πλαγίᾱ , πλάγιος placed sideways fem nom/voc/acc dual πλαγίᾱ , πλάγιος placed sideways fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγίᾳ — πλαγίᾱͅ , πλάγιος placed sideways fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάγια — Oνομασία 12 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιά — η πλευρά λόφου ή βουνού: Το κοπάδι έβοσκε στην πλαγιά του βουνού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαγιά — Oνομασία 12 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… …   Dictionary of Greek

  • πλάγια — πλάγιον placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυατροφική πλάγια σκλήρυνση — (Ιατρ.). Λέγεται και νόσος του Σαρκό. Είναι η συχνότερη και η πιο μοιραία νόσος του νευρικού συστήματος στους ενήλικες. Χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό μυατροφικής παράλυσης ποικίλλων βαθμών εξαιτίας προσβολής των κινητικών κυττάρων των προσθίων …   Dictionary of Greek

  • Νέα Πλάγια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.)του νομού Χαλκιδικής …   Dictionary of Greek

  • πλάγι' — πλάγια , πλάγιον placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγια , πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγια , πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγιε , πλάγιος placed sideways masc voc sg πλάγιε , πλάγιος placed sideways masc/fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιάσας — πλαγιά̱σᾱς , πλαγιάζω turn sideways fut part act fem acc pl (doric) πλαγιά̱σᾱς , πλαγιάζω turn sideways fut part act fem gen sg (doric) πλαγιάσᾱς , πλαγιάζω turn sideways aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγίας — πλαγίᾱς , πλάγιος placed sideways fem acc pl πλαγίᾱς , πλάγιος placed sideways fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»