-
21 по...
πρόθεμαIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловатьсяIIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.IVΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.VΣε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.VIΣε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.
-
22 ἐπιτέμνω
A- τεμῶ Antyll.
(v. infr.): [tense] aor. ἐπέτᾰμον: —cut upon the surface, make an incision into, gash,τὸ ἔσω τῶν χειρῶν Hdt.3.8
, cf. 4.70 ;κατὰ μῆκος τὰς σάρκας Id.6.75
;φλέβα Hp.
Aër. 22 ;ἐ. τὴν σαυτοῦ κεφαλήν Aeschin.2.93
:—[voice] Med., ; κατά τι in a place, Thphr. HP1.8.4.2 make a further incision, opp. τέμνειν, Antyll. ap. Orib. 44.23.2.II cut short,τὰ λοιπὰ τῶν ἐπιχειρημάτων Arist.SE 174b29
;λέγοντα ἐ. τινά Plb.28.23.3
;τὰς προφάσεις Id.35.4.6
, cf. 5.58.3 ; prune, Thphr.HP6.6.6.2 abridge, shorten, epitomize a book, Plu. Art.11:—[voice] Med., Luc.Pr.Im.16:—[voice] Pass.,κεφαλαιωδέστατα -τετμημένα Epicur.Ep.1p.31U.
, cf. Phld.D. 3.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτέμνω
-
23 σχίζω
σχίζω ( scindo, scheiden), spalten, zerspalten, zersplittern, Od. 4, 507; zerreißen, Hes. Sc. 428; νῶτον γᾶς, Pind. P. 4, 228; σχίσσεν κεραυνῷ Ζεὺς χϑόνα, N. 9, 24; übh. scheiden, theilen, zertheilen, zerlegen, zerschneiden, trennen, sondern; H. h. Merc. 128; Aesch. Ag. 699; σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει, Soph. El. 99; u. in Prosa: Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Her. 2, 17; u. ebendaselbst pass., Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, er spaltet sich in drei Wege, Arme; σχιζομένη ὁδός, 7, 31, wie περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα, Plat. Tim. 21 e; σχίζεται εἰς δύο μέρη ἡ ῥύσις τοῦ ποταμοῦ, Pol. 2, 16, 11; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, das Heer theilte sich, Her. 8, 34; u. übertr., ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι, ihre Meinungen theilten sich, 7, 219; κατὰ μῆκος σχίσας, Plat. Tim. 36 b; ἑκάτερον τῶν σχισϑέντων, Polit. 263 a; τὸ γάλα, die Milch gerinnen machen, Diosc.
-
24 επιτεμνω
ион. ἐπιτάμνω (fut. ἐπιτεμῶ, aor. ἐπέτᾰμον) тж. med.1) надрезывать, рассекать(μαχαίρῃ τι Her.; τέν αὑτοῦ κεφαλήν Aeschin.)
2) разрезать(κατὰ μῆκός τι Her.)
3) отрезать, отрубать(τέν κεφαλήν Dem.)
4) урезывать, сокращать(τὰ ἐπιχειρήματα Arst.)
5) перебивать(λέγοντά τινα Polyb.)
6) отбрасывать, сводить к нулю(τὰς προφάσεις Polyb.)
-
25 σχιστος
3[adj. verb. к σχίζω См. σχιζω]1) расколотый, разветвленныйσχιστέ ὁδός Soph. — распутье, перекресток
2) имеющий вырез(ἄντυξ Eur.)
3) имеющий раздвоенные копыта (sc. ζῷον Plat.)4) раздельноперый(πτερόν Arst.)
5) колющийся, делящийсяσ. κατὰ μῆκος Arst. — делящийся продольно, т.е. слоистый
-
26 зензубель
тех. η πλάνη (ξυλουργού) για κατασκευή των συνδέσεων κατά μήκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зензубель
-
27 наклон
η κλίσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклон
-
28 отрезать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрезать
-
29 продольный
διαμήκης, κατά μήκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продольный
-
30 расщеп
η σχασμή κατά μήκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расщеп
-
31 расщеплять
1. (делить на части по длине чего-л.) σχίζω (κατά μήκος) 2. (дробить на части) διασπώ 3. хим. διαλύω 4. физ. διασπώ- - атом - το άτομο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расщеплять
-
32 резерв
1. (запас чего-л., источник) η εφεδρεία, το απόθεμαгорячий - (в энергетике) см. вращающийся -2. ж.-д. о οχετός των υδάτων/ομβρίων κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > резерв
-
33 разрез
разрезм1. ἡ τομή, τό κόψιμο, ἡ κο-ψιά, ἡ ἐγκοπή, ἡ ἐντομή·2. (на чертеже) ἡ τομή:поперечный \разрез ἡ ἐγκαρσία τομή· продо́львый \разрез ἡ τομή κατά μήκος· вертикальный \разрез ἡ κάθετος τομή· <> \разрез глаз τό σχήμα τῶν ματιών в этом \разрезе ἀπ· αὐτή τήν ἄποψη. -
34 τομή
η1) разрез; сечение;τομή κατά μήκος (εγκάρσια, κάθετος) — продольный (поперечный, вертикальный) разрез;
2) прорезание; рассечение; нарезка;3) мат. пересечение (линий, плоскостей); 4) лит. цезура;§ καισαρική τομή — кесарево сечение
-
35 along
[ə'loŋ] 1. preposition1) (from one end to the other: He walked along several streets; The wall runs along the river.) κατά μήκος2) (at a point at the end or on the length of: There's a post-box somewhere along this street.) εμπρός2. adverb1) (onwards or forward: He ran along beside me; Come along, please!) προς την ίδια κατεύθυνση2) (to the place mentioned: I'll come along in five minutes.) στο ίδιο μέρος3) (in company, together: I took a friend along with me.) μαζί• -
36 down
I 1. adverb1) (towards or in a low or lower position, level or state: He climbed down to the bottom of the ladder.) κάτω2) (on or to the ground: The little boy fell down and cut his knee.) κάτω(στο έδαφος)3) (from earlier to later times: The recipe has been handed down in our family for years.) από γενιά σε γενιά4) (from a greater to a smaller size, amount etc: Prices have been going down steadily.) προς τα κάτω5) (towards or in a place thought of as being lower, especially southward or away from a centre: We went down from Glasgow to Bristol.)2. preposition1) (in a lower position on: Their house is halfway down the hill.) νότια,στο κέντρο2) (to a lower position on, by, through or along: Water poured down the drain.) (προς τα)κάτω3) (along: The teacher's gaze travelled slowly down the line of children.) κατά μήκος3. verb(to finish (a drink) very quickly, especially in one gulp: He downed a pint of beer.) κατεβάζω- downward- downwards
- downward
- down-and-out
- down-at-heel
- downcast
- downfall
- downgrade
- downhearted
- downhill
- downhill racing
- downhill skiing
- down-in-the-mouth
- down payment
- downpour
- downright 4. adjectiveHe is a downright nuisance!) απόλυτος- downstream
- down-to-earth
- downtown
- downtown
- down-trodden
- be/go down with
- down on one's luck
- down tools
- down with
- get down to
- suit someone down to the ground
- suit down to the ground II noun(small, soft feathers: a quilt filled with down.) πούπουλα- downie®- downy -
37 lengthways/lengthwise
adverb (in the direction of the length: She folded the towels lengthways.) κατά μήκος -
38 longitudinally
adverb κατά μήκος -
39 longways
adverb (in the direction of the length: The planks had to go into the lorry longways.) κατά μήκος -
40 split
[split] 1. verbpresent participle splitting: past tense, past participle split)1) (to cut or (cause to) break lengthwise: to split firewood; The skirt split all the way down the back seam.) σκίζω,σκίζομαι(κατά μήκος)2) (to divide or (cause to) disagree: The dispute split the workers into two opposing groups.) μοιράζω/διασπώ,διχάζω2. noun(a crack or break: There was a split in one of the sides of the box.) ρωγμή,σκίσιμο,σκάσιμο/σχίσμα,διάσπαση- split second
- splitting headache
- the splits
См. также в других словарях:
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… … Dictionary of Greek
ακτοπλοΐα — Κατά λέξη, ο πλους κοντά στις ακτές. Ειδικότερα, η συγκοινωνία μεταξύ των λιμανιών μιας χώρας αλλά και η σχετική ναυτιλία (βλ. λ. ναυσιπλοΐα). * * * η Ναυτ. 1. η ναυσιπλοΐα κοντά στην ακτή. Η τέχνη τής πλεύσης με τη βοήθεια χαρακτηριστικών… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek