Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατεφάλλομαι

См. также в других словарях:

  • κατεφάλλομαι — (Α) 1. εφορμώ, πηδώ προς τα κάτω, εναντίον κάποιου 2. αρπάζω, σαρώνω («κῡμα νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.) 3. πηδώ από κάπου («οὐρανόθεν κατεπάλμενος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐφάλλομαι «πηδώ, εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατεπάλμενον — κατεπά̱λμενον , κατεφάλλομαι leap down against aor part mid masc acc sg κατεπά̱λμενον , κατεφάλλομαι leap down against aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπήλατο — καταπάλλομαι dart down aor ind mid 3rd sg κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (ionic) κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπάλμενος — καταπάλμενος, ὁ (Α) 1. (ποιητ. τ.) (για καταρράκτη) αυτός που πηδά ή χύνεται προς τα κάτω 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπάλμενος καταπηδήσας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί *κατεφάλμενος < κατεφάλλομαι*] …   Dictionary of Greek

  • κατεπάλμενος — κατεπά̱λμενος , κατεφάλλομαι leap down against aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέπαλτο — καταπάλλομαι dart down aor ind mid 3rd sg κατέπᾱλτο , κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατέπαλτο — ἐν καταπάλλομαι dart down aor ind mid 3rd sg ἐγκατέπᾱλτο , ἐν κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκατεπᾶλτο — ἐκ κατεφάλλομαι leap down against aor ind mp 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»