-
1 καταπαλλομαι
устремляться вниз, слетать(ἐξ οὐρανοῦ Hom.)
πέτρης ἐκ δισσῆς καταπάλμενον ὕδωρ Anth. — вода, низвергающаяся с двувершинной скалы (т.е. Парнасса). - см. тж. κατεφάλλομαι, к которому формы καταπάλλομαι служат v. l. -
2 καταπάλλομαι
A dart down, ἅρπῃ ἐϊκυῖα.. οὐρανοῦ ἒκ κατέπαλτο ([dialect] Ep. [tense] aor. 2) Il.19.351 (but this form shd. perh. be referred to κατεφάλλομαι, q. v.);Νὺξ φυγὰς οὐρανόθεν καταπάλλεται PMag.Berol. 2.95
: [tense] aor. 1, ἑοῦ κατεπήλατο δίφρου leapt down from, Nonn.D.18.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπάλλομαι
-
3 καταπάλλειν
καταπάλλομαιdart down: pres inf act (attic epic) -
4 καταπάλλεται
καταπάλλομαιdart down: pres ind mp 3rd sg -
5 κατεπήλατο
καταπάλλομαιdart down: aor ind mid 3rd sgκατεφάλλομαιleap down against: aor ind mid 3rd sg (ionic)κατεφάλλομαιleap down against: aor ind mid 3rd sg (ionic) -
6 κατάπηλα
καταπάλλομαιdart down: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
7 κατέπαλτο
καταπάλλομαιdart down: aor ind mid 3rd sgκατέπᾱλτο, κατεφάλλομαιleap down against: aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic) -
8 εκκαταπαλλομαι
тж. ἐκ καταπάλλομαι (только 3 л. sing. aor. ἐκκατέπαλτο) устремиться, ринуться(οὐρανοῦ δι΄ αἰθέρος Hom.)
-
9 κατεφαλλομαι
(fut. κατεφαλοῦμαι, эп. 3 л. sing. aor. 2 κατέπαλτο - см. тж. καταπάλλομαι См. καταπαλλομαι - эп. part. κατεπάλμενος) соскакивать, спрыгивать(ἐξ ἵππων κατεπάλμενος Hom.)
πέτρης ἐκ δισσῆς κατεπάλμενον ὕδωρ Anth. — вода, низвергающаяся с двувершинной скалы;οὐρανοῦ ἐκ κατέπαλτο Hom. — (Афина) спорхнула с небес -
10 καταπαλαίσας
καταπᾱλαίσᾱς, καταπάλλομαιdart down: aor part act fem acc pl (doric aeolic)καταπᾱλαίσᾱς, καταπάλλομαιdart down: aor part act fem gen sg (doric aeolic)καταπαλαίσᾱς, καταπαλαίωthrow in wrestling: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 εγκατέπαλτο
ἐν-καταπάλλομαιdart down: aor ind mid 3rd sgἐγκατέπᾱλτο, ἐν-κατεφάλλομαιleap down against: aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic) -
12 ἐγκατέπαλτο
ἐν-καταπάλλομαιdart down: aor ind mid 3rd sgἐγκατέπᾱλτο, ἐν-κατεφάλλομαιleap down against: aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic) -
13 καταπάλαισιν
καταπά̱λαισιν, καταπάλλομαιdart down: aor part act masc /neut dat pl (doric aeolic) -
14 κατεφάλλομαι
A leap down against,ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη Il.11.94
(where Sch.A read κατ-απ-άλμενος); swoop down upon,κῦμα.. νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον A.R.2.583
, cf. Opp.C.3.120; κατέπαλτο leapt upon him, Tryph.478; leapt down,οὐρανόθεν Nonn. D.48.614
; cf. καταπάλλομαι, καταπάλμενος, καταπαλτός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεφάλλομαι
См. также в других словарях:
καταπάλλομαι — (AM) μσν. (για την καρδιά) έχω ισχυρό παλμό αρχ. πηδώ με ορμή προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πάλλομαι Με την αρχ. σημ. καταπάλλομαι αντί κατ εφ άλλομαι < κατ(α) + ἐπί + ἄλλομαι «πηδώ» με αφομοίωση τού ε σε α και ψίλωση, πιθ. κατ… … Dictionary of Greek
καταπάλλειν — καταπάλλομαι dart down pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπάλλεται — καταπάλλομαι dart down pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπήλατο — καταπάλλομαι dart down aor ind mid 3rd sg κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (ionic) κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπηλα — καταπάλλομαι dart down aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέπαλτο — καταπάλλομαι dart down aor ind mid 3rd sg κατέπᾱλτο , κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπαλαίσας — καταπᾱλαίσᾱς , καταπάλλομαι dart down aor part act fem acc pl (doric aeolic) καταπᾱλαίσᾱς , καταπάλλομαι dart down aor part act fem gen sg (doric aeolic) καταπαλαίσᾱς , καταπαλαίω throw in wrestling aor part act masc nom/voc sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπαλτός — καταπαλτός, ή, όν (Α) [καταπάλλομαι] αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη … Dictionary of Greek
καταπάλαισιν — καταπά̱λαισιν , καταπάλλομαι dart down aor part act masc/neut dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατέπαλτο — ἐν καταπάλλομαι dart down aor ind mid 3rd sg ἐγκατέπᾱλτο , ἐν κατεφάλλομαι leap down against aor ind mid 3rd sg (homeric doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)