-
1 σχίζω
Aσχίζον Pi.P. 4.228
: [tense] fut. : [tense] aor.ἔσχισα Od.4.507
([etym.] ἀπο-), h.Merc. 128, etc., [dialect] Ep. :—[voice] Pass., [tense] fut.σχισθήσομαι LXX Za. 14.4
: [tense] pf. ἔσχισμαι (v. infr.):—split, cleave,ῥινὸν ὀνύχεσσι Hes.
l.c.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i.e. divided them into twelve parts, h.Merc.l.c.; σ. νῶτον γᾶς, of the plough, Pi. l.c.;σχίσσαις κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα Id.N.9.24
; ;κάρα πελέκει S.
l.c.; esp. of wood, X.An. 1.5.12, etc.; of the wind,σ. περὶ πρῷραν τὰ κύματα Simon.25
(dub.); butπρῷρα σ. τὸ κῦμα Luc.Am.6
; [θάλασσα] σχιζομένη ταῖς κώπαις Placit.3.3.2
; ἔσχισε νῆα θάλασσα shattered it, AP9.40 (Zos.); σ. ὑποδήματα cut out, opp. νευρορραφεῖν, X.Cyr.8.2.5 (cf. πρόσχισμα); tear, ἱμάτιον Gloss.;τριβώνιον ἐσχισμένον BGU928.20
,22 (iii A.D.);οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν ὡς καὶ τὰ βρέφη Artem.1.13
.2 generally, part, separate, divide, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.l.c., cf. 4.49;σ. διχῇ τὸ γένος Pl.Sph. 264d
;κατὰ μῆκος Id.Ti. 36b
; σ. τὰς φλέβας divide them, ib. 77d:—[voice] Pass., ;φλὲψ σχιζομένη Hp.Art.20
;ἐσχίσθη ὁ ποταμός Hdt.1.75
; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Id.2.17, cf. 15 (soὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα AP12.199
(Strat.)); ;σχιζομένης τῆς ὁδοῦ Hdt.7.31
; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο the army divided, Id.8.34; of a bird's wings (cf. σχιζόπτερος), Arist.PA 642b28; of feet divided into toes (cf. σχιζόπους), Id.HA 494a12; and of various parts of the body, ib. 495b4, 507a13; branch off, ἀπὸ [τοῦ στελέχους] Thphr.HP1.1.9;φύλλα ἐσχισμένα εἰς έ μοίρας Dsc.4.41
.3 σχίζειν γάλα make milk curdle, i. e. separate the whey from the curds, Id.2.70; cf.σχίσις 2
.II metaph. of divided opinions,σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι Hdt.7.219
, cf. X.Smp.4.59;ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις Gal. 16.728
. (Cf. Lat. scindo, Goth. skaidan 'separate', etc.) -
2 σχίζω
σχίζω fut. σχίσω; 1 aor. ἔσχισα. Pass.: fut. 3 sg.; aor. ἐσχίσθην; pf. ptc. pl. ἐσχισμένοι Is 36:22 (Hom. Hymns et al.; pap, LXX, Test12Patr; JosAs 14:3; ParJer 2:5; Philo; Jos., Ant. 8, 207; 20, 97)① to divide by use of force, split, divide, separate, tear apart, tear off lit. τὶ someth.ⓐ act. τὸ ξύλον split the wood (Antig. Car. 142 ξύλον σχίσας; Paradoxogr. Flor. 9; Paroem. Gr.: Apostolius 7, 24a) Ox 1 recto, 8 (GTh 77; cp. Eccl 10:9, also Gen 22:3; 1 Km 6:14 and see ἐγείρω 10). τὸ καινὸν σχίσει he will tear the new Lk 5:36b. Cp. J 19:24. ἐπίβλημα ἀπὸ ἱματίου σχ. tear (off) a patch from a garment Lk 5:36a (cp. Jos., Ant, 8, 207).ⓑ pass. be divided, be torn, be split αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν the rocks were split Mt 27:51b (cp. Is 48:21; TestLevi 4:1; PTebt 273, 43; 52 λίθος σχισθείς). Of the curtain in the temple (s. καταπέτασμα) ἐσχίσθη (it) was torn (cp. Anacr. 95b Diehl; as portent, cp. Plut., Dem. 894 [12, 3] of Athena’s robe, which was rent [ἐρράγη] during a procession) Lk 23:45; εἰς δύο (cp. schol. on Apollon. Rhod. 4, 282–91b p. 281, 10 W. σχίζεται εἰς δύο; Polyb. 2, 16, 11 εἰς δύο μέρη; PGM 13, 262 σχίσον εἰς δύο=in two) Mt 27:51a; Mk 15:38 (D + μέρη). Of a net J 21:11. Of the dome of heaven Mk 1:10 (JosAs 14:4 ἐσχίσθη ὁ οὐρανός; Himerius, Or. [Ecl.] 32, 14 οὐρανὸν σχίσας for a divine announcement, to bring from the house of Zeus a pure soul, τῶν θείων φασμάτων παρʼ ἡμᾶς τὴν οὐσίαν διαπορθμεύουσαν=who communicates to us the nature of the divine appearances).② to tear apart a group through conflicting aims or objectives, fig. ext. of 1ⓐ act. cause a division/schism IPhld 3:3 (cp. Dionys. Alex. in Eus., HE 6, 45).ⓑ pass. become divided/disunited (X., Symp. 4, 59 ἐσχίσθησαν, καὶ οἱ μὲν …, οἱ δέ) ἐσχίσθη τὸ πλῆθος Ac 14:4; 23:7 (cp. Diod S 12, 66, 2 τοῦ πλήθους σχιζομένου κατὰ τὴν αἵρεσιν; Celsus 3, 10; Ps.-Lucian, Asin. 54 εἰς δύο γνώμας).—B. 564; 845. DELG. M-M. TW. -
3 κατασχίζω
Aσχίσω X.An.7.1.16
:—cleave asunder, split, slit, Ar.V. 239, cj. in Hp.Mochl. 36 ([voice] Pass.); κ. τὰς πύλας, τὰς θύρας, burst them open, X. l.c., D.21.79; tear,τοὺς χιτωνίσκους Phld.Ir.p.39
W.: —[voice] Med.,κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.Ra. 405
(lyr.):—[voice] Pass., of nerves or veins, branch, Gal.2.390, 8.65; of leaves, Dsc.2.130.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασχίζω
-
4 σχίσις
A cleavage, parting, Pl.Phd. 97a, 101c; of roads, ib. 108a; of the wings of birds (cf. σχιζόπτερος), Arist.HA 532a26; of the feet of animals (cf. σχιζόπους), Id.PA 663a31; of a plant, Dsc.4.187; of rivers, Plu.2.93f; κατὰ τὴν σχίσιν at the cleavage (of the gullet into oesophagus and trachea), cj. for κατὰ σχέσιν (v.l. κατάσχεσιν ) in Archig. ap. Orib.8.1.18;ἀδένες.. σχίσεις ἀγγείων στηρίζοντες Gal.6.674
, cf. 15.532. -
5 σχιστός
A cloven, divided, ; , E.Ph.38; (lyr.); λίνον ς. lint, Hp.Nat.Mul.53 (but cf. 4 infr.); πέρκη ς. a split perch, Antiph.132; Ἀργεῖαι ς. a kind of women's shoes, Eup.266; σ. χιτωνίσκος a tunic open at the side, Apollod.Com.12; without χιτωνίσκος, PSI4.341.7 (iii B.C.), Schwyzer 462 B30 (Tanagra, iii B.C.); σχιστὰς ἕλκειν, of a certain dance (cf. σχίσμα IV), Poll.4.105.II that may be split or cleft, divisible,σ. κατὰ μῆκος Arist.HA 515b15
, cf. Mete. 386b26, etc.; σ. λίθος, prob. talc, Dsc.5.127, cf. 106, etc.; σ. κρόμμυα (v.κρόμμυον 11
) Thphr.HP7.4.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχιστός
-
6 σκεδάννυμι
Grammatical information: v.Meaning: `to scatter, to spring, to drive apart', midd. `to disperse, to burst, to go apart, to spread' (Young Att.).Other forms: σκίδναμαι, - νημι (mostly ep. poet. Il.), σκεδάω? (s. below), fut. σκεδάσω (Thgn.), σκεδῶ (Att.), aor. σκεδάσαι, - σθῆναι (Il.), perf. pass. ἐσκέδασμαι (IA.); also without σ- (metr. cond or metr. used; s. Debrunner IF 45, 183ff., 57, 149 w. lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 110) κεδάσσαι, - σθῆναι (poet. Il.), late pres. forms κεδάννυμι (AP), κεδόωνται (A. R.), ptc. κεδάων (Nic. Al. 283, better than σκεδάων), κεδαίομαι, - αίω (hell. epic).Derivatives: σκέδ-ασις f. `the scattering' (α 116 = υ 225, Hp. a. o.; Krarup Class. et Med. 10, 5, Porzig Satzinhalte 196), - ασμός m. (hell. a. late), ( δια-)-αστής m. `destroyer' (Ph.), ( δια-) - αστικός `scattering' (Dsc., Lyd.), - αστός `dissolvable' (Pl., Plu.).Etymology: The system σκεδάννυμι: σκίδνημι: σκεδάσαι was formed after wellknown examples like πετάννυμι, κεράννυμι a. o. (s. vv. and Schwyzer 697) from an unknown starting point (the aorist?). The other languages present nothing that could be compared directly with the Greek forms. Closest comes (after Jokl IF 30, 196) Alb. tshanj, tshaj `split, tear up, plough' from *sked-n̥-i̯ō. To this with nasal infix Av. sčandayeiti `break, destroy', to which may belong Skt. skhadate `split' (gramm.), if from IE *skh₂n̥d-; the last-mentioned forms can however also be explained from a d-enlarged nasal root * sk(h₂)en-d-. Without anlaut. s- the polyinterpretable Toch. AB kät- `strew (out)', pres. (B) katnau, katnaṃ with nā-suffix and unclear vowel (after v. Windekens Orbis 12, 464f. = Gr. κιδ-). To be mentioned still several verbal nouns, esp. with r-suffix, and verbs built to these: Arm. šert `chip, piece of wood', if from * sk(h₂)ed-ri- (anlaut uncertain), Lith. skedervà f. `splinter', Latv. skadrs `easy to split', Germ., e.g. MEngl. scateren, NEngl. scatter `scatter', MIr. scaindrim `split in two' etc., s. WP. 2, 558 f., 563f., Pok. 918f., 929f., W.-Hofmann s. scandula, Fraenkel s. kedė̃, Vasmer s. ščedryj w. further forms and rich lit. -- Cf. σχίζω. On κέδματα s. v.Page in Frisk: 2,721Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκεδάννυμι
См. также в других словарях:
σχίζω — και σκίζω έσχισα και έσκισα, σχίστηκα και σκίστηκα, σχισμένος και σκισμένος 1. κόβω κάτι κατά μήκος, χωρίζω στα δύο: Έσχισε το ύφασμα με τα χέρια του. – Έσχισε τα ξύλα. – Σχίστηκε το δέρμα του. – Έσχισε την εφημερίδα. 2. μτφ., «Σχίζω το νερό, τον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… … Dictionary of Greek
παρασχίζω — Α 1. σχίζω κατά μήκος, κόβω κοντά σε κάτι, διανοίγω («λίθῳ ὀξέει παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην», Ηρόδ.) 2. (ενεργ. και παθ.) ανοίγω, σχίζω κατά μήκος (α. «πρὸς δὲ τήν θεραπείαν τοῡ παρεσχισμένου σώματος», Διόδ. Σικ. β. «ἱμάτια κατά μήκος… … Dictionary of Greek
σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ … Dictionary of Greek
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… … Dictionary of Greek
σχίσμα — Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που… … Dictionary of Greek
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
σπέλεθος — ή πέλεθος, ὁ, Α τα κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το επίθημα θος (πρβλ. όν θος, σπύρα θος), και πιθ. τα διπλά σύμφωνα τών τύπων σπέλληξι* και πελλία*. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ… … Dictionary of Greek
σχίσιμο — και σκίσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σχίζω, διαίρεση ενός τμήματος κατά μήκος, τομή 2. πρόκληση τραύματος ή πληγής 3. το τμήμα που έχει σχιστεί (α. «βάλε λίγο οινόπνευμα πάνω στο σχίσιμο» β. «βάλε κάτι από πάνω για να μην… … Dictionary of Greek