-
1 κατα-σείω
κατα-σείω (s. σείω), herabschütteln, herunterwerfen, Sp., vgl. Ath. X, 431 c κατασείειν ἔλεγον ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς πότοις προπινόντων (nach Phot. statt ὑποπινόντων), τὴν μεταφορὰν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν τοὺς καρπ οὺς κατασειόντων, Beispiel aus Menand. angeführt, zu Boden trinken, Einem zutrinken, bis er berauscht ist, vgl. Mein. Menand. p. 4; – erschüttern, Philostr. u. a. Sp.; – κατασείειν τῇ χειρί, mit der Hand schütteln, ein Zeichen machen, daß die Anderen schweigen sollen, Pol. 1, 78, 3, wie κατασείσας τῇ χειρὶ σιγᾶν N. T.; a. Sp.; absol, τῷ Γαδάτᾳ κατέσειον, sie gaben ihm ein Zeichen mit der Hand, Xen. Cyr. 5, 4, 4.
-
2 ἐπι-κατα-σείω
ἐπι-κατα-σείω (s. σείω), darüber zu Boden werfen, τινί τι, Ios. u. a. Sp.
-
3 σείω
Grammatical information: v.Meaning: `shake, agitate, sway', midd. a. pass. also `to quake, to shiver'.Other forms: (ep. ἐπι-σσείω, s. bel.), aor. σεῖσαι (Il.), aor. 2. ptc. acc. σιόντα (Anacr.), pass. σεισθῆναι, fut. σείσω (IA.), perf. midd. σέσεισμαι (Pi. etc.), act. σέσεικα (hell. a. late).Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀνα-, κατα-, ἀπο-, δια-, ἐν-, ἐπι-. -- Some compp., e.g. σεισ-άχθεια (: *σεισ-αχθής) f. `burden-', i. e. `the casting off of debts', des. of a law of Solon. (Arist., Plu. a. o.); δορυ-σσόος, s. δόρυ and Schwyzer 450 n. 4.Derivatives: 1. σεῖ-σις ( ἀπό-, κατά- a. o.) f. `shaking' (medic. a.o.); 2. - σμός ( ἀνα-, δια- a.o.) m. `shock, earthquake, extortion' (IA.) with - σμώδης `earthquake-like' (late); 3. - σμα ( παρά-, διά- a.o.) f. `shaking' (LXX), `extortion' (pap.) with - σματίας m. `concerning an earthquake' (D. L., Plu.; Chantraine Form. 95); 4. - στρον n. `rattle', Lat. sistrum (Delos IIa, Plu. a.o.); - στρος m. plantname `Rhinanthus maior' (Arist., Plu.; after the trembling fruit-group, Strömberg 77); 5. - σων, - σωνος m. "shaker", kind of vase (middl. com.; as καύσων, s. on καίω w. lit.); 6. - στης m. kind of earthquake (Lyd.); 7. - στός `shaken' (Ar.), `rattling', of ear-pendants (Delos III--IIa).Origin: IE [Indo-European] [1099] *tu̯ei(s)- `excite, sparkle'Etymology: Except the isolated zero-grade ptc. σιόντα, which because of the form σείω that stands beside it must be taken as aorist, and the ablauting nominal -( σ)σόος, the whole system is built on a full grade σει(σ)-. The geminate in ep. ἐπι-σσείω, ἐ-σσείοντο shows an orig. consonantgroup, so that σείω from *tu̯eis-ō can be identified with Skt. tvéṣati (gramm.) `excite', almost only midd. `be excited, inflame, sparkle' (rejecteing Wackernagel KZ 25, 277 = Kl. Schr. 1, 221). The two languages have developped diff. in this sense, that in OInd. the middle forms have become almost completely dominating and the zero grades (e.g. ipf. 3. pl. a-tvis-anta, perf. 3. sg. ti-tviṣ-é) strongly predominate. -- Beside this stands in Iran. forms without -s- and in slightly deviating meaning, e.g. Av. ʮway-ah- n., ʮwy-ā f. `fright, danger' (IE *tu̯ei-os-, *tu̯i-ā), thus with -s- in ʮwaēšah- n. `fear'. A further member of this group is supposed in Σείριος, s. v. w. lit.; see also Mayrhofer s. tvéṣati.Page in Frisk: 2,689Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σείω
-
4 σείω
Aσεῖον Od.3.486
; [dialect] Ion. σείασκον ([etym.] ἀνας-) h.Ap. 403 (v.l. ἀνασσείσασκε): [tense] fut. , ([etym.] δια-) Hdt.6.109, ([etym.] ἐπι-) E.Or. 613: [tense] aor. , Ar.Ach.12, etc.; [dialect] Ep.σεῖσα Il.15.321
: [tense] pf. σέσεικα ([etym.] κατα-) Philem.84, ([etym.] ἐν-) Luc.Merc.Cond.30:—[voice] Med., [tense] aor. ἐσεισάμην ([etym.] ἀπ-) Thgn.348, Hdt.7.88, Ar.Nu. 287, Pl.Grg. 484a; [dialect] Ep.σείσατο Il.8.199
,ἐσείσατο Call.Ap.1
, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐσείσθην Hdt.6.98
, etc.: [tense] pf.σέσεισμαι Pi.P.8.94
, Ar.Nu. 1276:—shake, move to and fro, Hom. (esp. in Il.); σ. ἐγχείας, ἔγχεα, μελίην, shake the poised spear, Il.3.345, 13.135 ([voice] Pass.), 22.133, etc.;αἰγίδα 15.321
; σανίδας ς. shake the door, 9.583; of chariot horses,σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες Od.3.486
; σ. λόφον, of a warrior, Alc.22, A.Th. 385; ἡνίας χεροῖν ς. S.El. 713; (anap.); σ. χαίτην, etc., Anacr.49, E.Cyc.75 (lyr.), Med. 1191;εὔπτερον δέμας Id. Ion 1204
; κάρα ς., as sign of discontent, S.Ant. 291; but of one dancing, E.Ba. 185; ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ ς. X.Cyn. 3.4.2 of earthquakes, which were attributed to Poseidon (cf. Pl.Cra. 403a),ὅστις νομίζει Ποσειδέωνα τὴν γῆν σείειν Hdt.7.129
; withoutτὴν γῆν, αὐτοῖς ὁ Ποσειδῶν σείσας ἐμβάλοι οἰκίας Ar.Ach. 511
, cf. Lys. 1142; βρονταῖς χθόνα ς. Id.Av. 1752;ἔσεισεν ὁ θεός X.HG4.7.4
: also impers., ἔσεισεν there was an earthquake, Th.4.52.3 metaph., agitate, disturb,πόλιν Pi.P.4.272
;τὰ πόλεος.. θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant. 163
; σ. τὴν καρδίαν turn the stomach, Ar.Ach.12; σ. τὴν κεφαλήν cause a concussion of.., Hp. Prorrh.1.143, v. infr. 11.2:—[voice] Pass.,ἐσείσθη τὴν καρδίαν Philostr.VS2.1.11
.4 in [dialect] Att., accuse falsely or spitefully, so as to extort hushmoney, blackmail,σ. καὶ ταράττων Ar.Eq. 840
, cf. Telecl.2; ; ἑτέρους τῶν ὑπευθύνων ἔσειεκαὶ ἐσυκοφάντει Antipho 6.43
, cf. BGU428.9 (ii A.D.); so perh.σείειν κατ' ἀγοράν Alciphr.3.70
(s. v.l.):—[voice] Pass., to be extorted, POxy. 1252r.37 (iii A.D.).II [voice] Pass., shake, heave, quake, of the earth,ἐσσείοντο πόδες Ἴδης Il.20.59
;Δῆλος.. πρῶτα καὶ ὕστατα.. σεισθεῖσα Hdt.6.98
: metaph., to be shaken to its foundation,τὸ τερπνὸν πιτνεῖ.. σεσεισμένον Pi.P.8.94
;οἷς.. ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος S.Ant. 584
(lyr.).2 generally, move to and fro, Il.14.285;φαεινὴ σείετο πήληξ 13.805
;κόμαι σείονται Ar.Lys. 1312
; ὄρχος σειόμενος φύλλοισι an orchard waving with foliage, Hes.Sc.[299]; ὀδόντων οἱ πλεῦνες ἐσείοντο his teeth were loose, Hdt.6.107;σεισθῆναι σάλῳ E.IT46
;τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ar.Nu. 1276
;ὁκόσων ἂν σεισθῇ ὁ ἐγκέφαλος Hp.Aph.7.58
;σείεσθαι τὴν ὄψιν Thphr.Vert.8
.III [voice] Med., shake something of one's own, from oneself, etc.,σεισαμένας πτερὰ ματρός Theoc.13.13
;σ. γυίων ἄπο νήχυτον ἅλμην A.R.4.1367
;σ. πλοκαμῖδας AP5.272
(Agath.). -
5 κατασείω
A- σείσω Hp.Art.43
: [tense] pf.- σέσεικα Philem.84
:—shake down, throw down,οἰκοδομήματος ἐπὶ μέγα Th.2.76
; τεῖχος, τοῦ τείχους ἐπὶ μέγα, Arr.An.1.19.2, 2.23.1; σεισμὸς κ. τὴν πόλιν Ae|.VH6.7:—[voice] Pass., fall down, Ph.2.512; of a lion's mane,αὐχένος ἐκ λασίοιο Χαίτη -εσείετο Pancrat.Oxy.1085.21
: metaph.,κ. ἀκροατοῦ ὦτα Philostr.VS2.29
;νόμους Procop.Arc.27.33
;κατέσεισεν ἅπαντα καὶ κατεβρόντησε Eun. Hist.p.256
D.; ἕως κατέσεισε until he laid him on the floor (with drinking), Men.8, cf. Philem. l. c., Ath.10.431c.2 impel, drive headlong,νεανίσκον εἰς τὸν μανιώδη καὶ σφαλερὸν τῆς βασιλείας ἔρωτα Eun.Hist.p.235
D., cf. p.267 D.:—[voice] Pass., πρὸς τὸ λέγειν κ. ib. p.223 D.3 in Surgery, treat by shaking, Hp.Art.42:—[voice] Pass., ib. 43.4 κατασείσας τὴν χεῖρα with a motion of the hand, Act.Ap. 19.33;κ. ἱκετηρίας J.BJ2.21.8
; κ. τὰ ἱμάτια, by way of signal, Plu. Pomp.73: more freq. c. dat., κ. τῇ Χειρί beckon with the hand, Plb. 1.78.3, Hld.10.7;κ. τῇ Χειρὶ σιγᾶν Act.Ap.12.17
;κ. τῷ λύχνῳ ἅμα λέγων τὸν λόγον PMag.Lond.46.453
;κ. ὀθόναις Hld.9.6
: abs., κ. τινί beckon to another, as a sign for him to be silent, X.Cyr.5.4.4;κ. τισὶν ἐπεξιέναι J.AJ17.10.2
; but also, shake the head in token of contempt, Phld.Vit.p.37 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασείω
-
6 κατασείω
κατα-σείω, herabschütteln, herunterwerfen; τὴν μεταφορὰν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν τοὺς καρπ οὺς κατασειόντων, zu Boden trinken, einem zutrinken, bis er berauscht ist; erschüttern; κατασείειν τῇ χειρί, mit der Hand schütteln, ein Zeichen machen, daß die anderen schweigen sollen; absol, τῷ Γαδάτᾳ κατέσειον, sie gaben ihm ein Zeichen mit der Hand -
7 κατασειω
1) сотрясать, растрясать, повреждать, разрушать2) махать, делать знак (преимущ. молчания)(κ. τῇ χειρί Polyb. и τέν χεῖρα NT.)
3) спаивать до бесчувствия, поить допьяна Men.4) делать знак рукой(τινί Xen.)
-
8 ἐπικατασείω
-
9 ανασειω
поэт. ἀνασσείω1) встряхивать, потрясать(αἰγίδα Hes.; κόμας Eur.; φοινικίδας Lys.; τὸν τήβεννον Plut.)
τὰς χεῖρας ἀνέσεισαν Thuc. — они помахали руками;ἀ. βοήν Arph. — издать крик;τέν κατά τινος εἰσαγγελίαν ἀ. Dem. — угрожать привлечь кого-л. к судебной ответственности2) возбуждать, подстрекать, возмущать(τὰ πλήθη Diod.; τὸν λαόν NT.)
-
10 ἐνσείω
A (ii A. D.):— brandish or hurl at, c. acc. rei,ἐ. βέλος κεραυνοῦ S.Tr. 1087
; ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐ. πώλοις drive a shrill sound into their ears, Id.El. 737;ἐνέσεισε.. μετανιπτρίδα Philetaer.1
.2 c. acc. pers., plunge in, drive into,ἐ. τινὰ ἀγρίαις ὁδοῖς S.Ant. 1274
; ἑαυτοὺς τῇ ἐπιτροπῇ BGUl.c.;ἑαυτὸν τῇ ἑστίᾳ Luc.Asin.31
;σπινθῆρας πυρὸς ὑγιαίνοντι σώματι Gal.7.182
;οἷ κακῶν σαυτὴν ἐνέσεισας Alciphr.3.27
;τὸν Ἀρχίαν εἰς τὸν πότον Plu.2.588b
;εἰς βάραθρον ἐ. τινά Luc.Merc.Cond.30
;ἐ. τὴν πόλιν εἰς πόλεμον Plu. Phoc.23
; ἐ. χιόνα εἰς τὸν ἄκρατον Machoap.Ath.13.579f:—[voice] Pass., εἰς ὠνήν to be jockeyed into a purchase, Hyp.Ath.26.b c. acc. rei, loosen, damage,μέρος τοῦ χάρακος BGU1215.15
(iii B. C.).3 [voice] Pass., to be interpolated, Sch.Il.23.104.6 [voice] Pass., broken by age, Com. Adesp. .7 metaph., shake thoroughly, [voice] Pass.,ἐνσείσθητι Arr. Epict.3.14.3
.II intr., rush upon, attack, [τινὶ ναυσὶ] πλαγίαις D.S. 13.40
;εἰς τὰς ναῦς Id.14.60
;τοῖς πολεμίοις κατὰ τὸ δεξιὸν κέρας D.H. 9.16
, cf. Plu.Alex.60;πόνοι ἐ. εἰς ὀσφύν
shoot,Ruf.
Ren.Ves.1.3:— [voice] Med., jostle, Arr.Epict.4.4.24, v.l.in Epict.Ench.4:—[voice] Pass.,τοῖσκιόσιν ἐνσεισθείς J.AJ5.8.12
.
См. также в других словарях:
ευκατάσειστος — εὐκατάσειστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που σείεται εύκολα 2. αυτός που καταρρίπτεται εύκολα αρχ. αυτός που συγκινείται, που παρασύρεται εύκολα («εὐκατάσειστον εἶναι τὸν δῆμον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σειστος (< κατα σείω), πρβλ. α κατά… … Dictionary of Greek
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
σουσουράδα — Κοινό όνομα μερικών μικρών στρουθιόμορφων πουλιών της οικογένειας των Σεισοπυγιδών. Ανάλογα με τα είδη, τα πουλιά αυτά, με τα κομψά σχήματα και με τις πολύ χαριτωμένες συχνά κινήσεις, λέγονται καλάνδρες, άνθη και χορευτές: το τελευταίο όνομα, και … Dictionary of Greek
Σείριος — (Αστρον.). Απλανής αστέρας, ο α του Μεγάλου Κυνός, ο λαμπρότερος των απλανών αστέρων με φαινομενικό μέγεθος 1,8. Ανήκει στον τύπο των λευκών αστέρων και απέχει περί τα 8,4 έτη φωτός από τη Γη. Ο Σ. είναι διπλός αστέρας· η ύπαρξη του συνοδού του,… … Dictionary of Greek
γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… … Dictionary of Greek
παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… … Dictionary of Greek
σείση — η / σείσις, εως, ΝΑ [σείω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σείω 2. φρ. «ιπποκρατική σείση» ιατρ. μέθοδος εξέτασης τού θώρακα που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από τον Ιπποκράτη και χρησιμοποιείται μερικές φορές ακόμη και σήμερα και κατά την… … Dictionary of Greek
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
εσύ — (ΑΜ σύ Α και επικ. τύπος τύνη, λακων. τούνη, δωρ. τύ, βοιωτ. τού) προσ. αντων. β προσ. νεοελλ. 1. η ονομαστική χρησιμοποιείται κυρίως για έμφαση ή αντιδιαστολή («εσύ τό λες αυτό, κανείς άλλος») 2. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα… … Dictionary of Greek