-
1 κατα-λήγω
κατα-λήγω, aufhören; πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰχώρ Aesch. Ag. 1479; Ch. 1075; Pol. 3, 61, 8; Sp., bes. εἰς u. ἐπί τι, D. Sic. 20, 2 u. Sext. Emp. oft; τὰ καταλήγοντα, die Gränzen, Plut. Fab. Max. 6; vgl. Pol. 5, 95, 5. – Auch trans., εἰς ἣν ναυμαχίαν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν, beendigen, D. Sic. 14, 84.
-
2 προ-κατα-λήγω
προ-κατα-λήγω, vorher aufhören, Pol. 2, 14, 6.
-
3 λήγω
Grammatical information: v.Meaning: `cease, stop' (Il.), incid. trans. `make stop, pause' (ep.); on the meaning Porzig Satzinhalte 48ff.Derivatives: λῆξις ( ἀπό-, κατά- λήγω a. o.) `ceasing' (A., A. R., Ph.), as gramm. term `ending etc.' (Demetr. Eloc., A. D.); as 1. member in governing compp. like ληξι-πύρετος `ceasing the fever' (medic.); ἀπόληγμα `border of a cloth' (Aq.); ἄ-(λ)ληκτος `incessantly' (ep.); ληκτικός `stopping', κατα- λήγω `ceasing (before its time), incompletely', of a verse (gramm. a. metr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Because of ἄ-λληκτος, κατα-λλήξειαν (μ 224) a. o. an orig. *σλήγ-ω is prob. (Schwyzer 310, 414, Chantraine Gramm. hom. 1, 176); to this thematic root-present, from where all forms mentioned come, there is nowhere a direct correspondent. A zero grade nasalpresent is supposed however in λαγγάζω `leave off' and Lat. langueō `be weak'. There is a primary, also zero grade aorist λαγά-σαι with the present λαγαίω `leave off' and several nouns, e.g. λαγαρός. A full grade ō-form is retained in Northgerm., e.g. OWNo. slōkr, Swed. slōk `who walks about, deteriorated man', with Swed. slōka `walk about', usu. `hang weakly (let...)'. - More forms in WP. 2, 712ff., Pok. 959ff. An IE * sleh₂g- is perhaps possible, Pok. 959.Page in Frisk: 2,113-114Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λήγω
-
4 λήγω
Aἔλληξα A.R.2.84
:—stay, abate,Ἰδομενεὺς δ' οὐ λῆγε μένος μέγα Il.13.424
, cf. 21.305;λ. γόον AP7.549
(Leon. Alex., s.v.l.): c. gen., οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο would stay my hands from slaughter, Od.22.63.II more freq. intr., leave off, cease, of speaking, etc., οὐ λήξω, πρὶν .. Il.19.423;οὐδέ τ' ἔληγε θεὸς μέγας 21.248
;ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ' ἄρξομαι 9.97
, cf. Hes. Op. 368; λ. [ἡ ἀτραπὸς] κατὰ Ἀλπηνὸν πόλιν comes to an end at.., Hdt.7.216, cf. Th.7.6;ἡ ἡμέρη ἔληγε Hdt.9.52
, cf. X.An.7.6.6; of heat, wind, rain, etc.,λ. μένος ἠελίοιο Hes.Op. 414
;λήξαντος οὔρου Pi.P.4.292
; ψακὰς λ., νότος λ., A.Ag. 1534 (lyr.), S.Aj. 258 (anap.);ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι Pl.Smp. 183e
.2 c. gen., stop, cease from a thing, ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, ἀπατάων, πόνου, χοροῖο, Il.1.319, 224, 6.107, Od.13.294, Il.10.164, 3.394;ἀοιδῆς Hes.Th.48
(dub. l.); (troch.); θρήνων, γόων, S.El. 104 (anap.), 353; ; λ. τοῦ βίου, i.e. to die, X.Ap.8;φύλλα πτόρθοιο λ. Hes.Op. 421
; alsoλ. ἀπ' ἔργων A.R.4.928
: c. dat.,λ. τῇ αὐθαδίᾳ PTeb.16.9
(ii B.C.).3 c. part.,ὁπότε λήξειεν ἀείδων Il. 9.191
, cf. Od.8.87;οὐ πρὶν λήξω.. ἐναρίζων Il.21.224
;εὖτ' ἂν φλέγων.. ἥλιος χθόνα λήξῃ A.Pers. 365
, cf. 831; ;λήγει κινούμενον Pl.Phdr. 245c
, etc.4 with Preps.,λ. ἔς τι Hdt.4.39
, Plot.3.2.2;ἐπὶ τῶν ὀνειδῶν App.Hisp.75
(73).5 Gramm., terminate, of a word,εἰς ε ¯ λ. A.D.Pron.11.9
, cf. D.T.639.20; also λήγεσθαι c. dat., μακρᾷ, βραχείᾳ, An.Ox.2. 313.6 follow logically, Them.in Ph.115.5; τὸ λῆγον, opp. τὸ ἡγούμενον, the consequent, opp.antecedent, Chrysipp.Stoic.2.70, S.E. P.2.111, 112.7 of months, = φθίνω, IG12(3).325.20 ([place name] Thera); alsoπερὶ λήγοντα τὸν ἐνιαυτόν D.24.98
;τοῦ χειμῶνος -οντος Th.5.81
; so perh. εἰς τὸ λῆγον is to be read for εἰς τὸ λῆγος in Gp.12.1.4. -
5 καταλήγω
κατα-λήγω, aufhören; τὰ καταλήγοντα, die Grenzen. Auch trans., εἰς ἣν ναυμαχίαν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν, beendigen -
6 καταληγω
1) приходить к концу, кончаться(ποῖ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης; Aesch.)
πρὴν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος Aesch. — прежде чем прошла старая боль;2) кончать, прекращать(τέν πραγματείαν εἴς τι Diod.)
-
7 προκαταλήγω
-
8 λαγαρός
A hollow, sunken, of an animal's flanks, X.Cyn.4.1; of the right ventricle, - ωτέρη Hp.Cord.4;λαγαρᾷ.. τῇ γαστρί Philostr. Im.2.21
; τὰς λ. (sc. γαστέρας) Ar.Ec. 1167; λ. κύκλοι sunken, flattish, of the tortoise, Philostr.Im.1.10; λ. ποπάνευμα (cf. ) AP 6.231 (Phil.): [comp] Comp., Hp. l.c.: [comp] Sup., κατὰ τὸ -ώτατον in the least defensible part, Plu.Cam.25.2 slack, loose,αὐχὴν λ. τὰ κατὰ τὴν συγκαμπήν X.Eq.1.8
; of camels, D.S.2.54. Adv. -ρῶς, ἱππασθείς Philostr.Im.2.2
.b metaph.,τὴν πόλιν ἀντὶ λαγαρᾶς καὶ ὑποσόμφου μεστὴν ἐποίησεν ἀγλαΐας Them.Or.18.222d
. Adv. [comp] Comp. - ώτερον, opp. σφοδρότερον, πλῆξαι τὴν χορδήν Theo Sm.p.72 H.3 thin, narrow, δρυμῶνες (cj.) X.Cyn.6.5; of columns, lanky, D.H.16.3, Plu.Publ.15; of men, emaciated, Thphr.HP9.10.3.4 in Metric, στίχος λ., opp. προκοίλιος, a ' thin-waisted' verse, with a short syllable for a long one in the interior, like Il.23.493, cf. Ar.Ec. 1167, Plu.2.397d, Ath.14.632e, Sch.Heph.p.289 C.5 in Arist.HA 622b23 ([comp] Comp., s.v.l.), where it is an epith. of spiders, some expl. it to mean lank, meagre, some agile, nimble.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγαρός
См. также в других словарях:
κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… … Dictionary of Greek
λαγαίω — (Α) επιγρ. απαλλάσσω, απολύω, αφήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγαίω προήλθε από θ. λαγ + κατάλ. αίω (κατά το κεραίω, ἀγαίομαι), ενώ ο αόρ. λαγάσαι σχηματίστηκε κατά το συνών. χαλάσαι. Το θ. λαγ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)lәg τής ΙΕ ρίζας (s)lēg… … Dictionary of Greek
λήξη — η (Α λῆξις) [λήγω] η παύση, το τέλος, ο τερματισμός μιας ενέργειας ή μιας χρονικής περιόδου (α. «λήξη μαθημάτων» β. «λήξη απεργίας» γ. «ἐνεργείας λῆξιν λαμβανούσης», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «λήξη γραμματίου» η ημερομηνία κατά την οποία η εξόφληση τού… … Dictionary of Greek
λαγάζω — 1. ησυχάζω, ηρεμώ, παύω να κάνω κάτι, καταλαγιάζω 2. σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λήγω ή λαγαίω, κατά τα ρ. σε άζω (πρβλ. είκω εικάζω] … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
σιγμόληκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που λήγει σε σίγμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιγμόληκτα γραμμ. ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα, τής αρχαίας Ελληνικής που έχουν χαρακτήρα σ και κλίνονται κατά την τρίτη κλίση, όπως είναι: α) τα αρσενικά ακατάληκτα κύρια… … Dictionary of Greek