-
1 καταληγω
1) приходить к концу, кончаться(ποῖ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης; Aesch.)
πρὴν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος Aesch. — прежде чем прошла старая боль;2) кончать, прекращать(τέν πραγματείαν εἴς τι Diod.)
-
2 καταλήγω
A leave off, stop,πρὶν καταλῆξαι.. ἄχος A.Ag. 1479
(anap.): ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; at what point will it cease? Id.Ch. 1075 (anap.); κ. ἐν.. to end at or with.., Plu.2.791c;ἐπί τι D.S.14.2
, Arr.Epict.6.20.21, M.Ant.4.20; [ ἡδοναὶ] περὶ τὸ σῶμα κ. Plu.2.705a; ;εἴς τι D.S.20.2
, Hierocl. in CA19p.462M., Porph.Sent.37: abs., Thphr.Ign.50; τὰ καταλήγοντα limits of a district, Plu.Fab.6, Arist.11;πόλεως J.BJ3.7.34
: in sg., τὸ κ. τοῦ πελάγους extremity, Plb.5.59.5, cf. Poll.2.71, 177.2 esp. in Metric and Rhetoric, of feet, verses, or periods,κρητικοῦ εἰς σύμφωνον -λήγοντος A.D.Pron.50.17
;εἰς τὸ αὐτὸ ὄνομα Demetr.Eloc. 154
, cf. 4, Hermog.Id.1.6.II trans., close, finish,ναυμαχία εἰς ἢν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν D.S.14.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλήγω
-
3 καταλήγω
-
4 καταλήγω
[каталиго] р. (μτβ.) кончать, заканчивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καταλήγω
-
5 καταλήγω
V 0-0-0-0-2=2 2 Mc 9,5; 3 Mc 6,32to stop, to finish, to cease [τι] -
6 καταλήγω
[каталиго] ρ (μτβ) кончать, заканчивать. -
7 καταλήγω
parar -
8 καταλήγω
κατα-λήγω, aufhören; τὰ καταλήγοντα, die Grenzen. Auch trans., εἰς ἣν ναυμαχίαν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν, beendigen -
9 καταλήγω
bitirmek, sonuca varmak -
10 καταλήγω
1) achat2) atterrir -
11 καταλήγω
concludeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καταλήγω
-
12 καταλήγετε
καταλήγωleave off: pres imperat act 2nd plκαταλήγωleave off: pres ind act 2nd plκαταλήγωleave off: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
13 καταλήξουσι
καταλήγωleave off: aor subj act 3rd pl (epic)καταλήγωleave off: fut part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)καταλήγωleave off: fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
14 καταλήξουσιν
καταλήγωleave off: aor subj act 3rd pl (epic)καταλήγωleave off: fut part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)καταλήγωleave off: fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
15 καταλήξω
καταλήγωleave off: aor subj act 1st sgκαταλήγωleave off: fut ind act 1st sgκαταλήγωleave off: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
16 καταληγόντων
καταλήγωleave off: pres part act masc /neut gen plκαταλήγωleave off: pres imperat act 3rd pl -
17 καταληξάντων
καταλήγωleave off: aor part act masc /neut gen plκαταλήγωleave off: aor imperat act 3rd pl -
18 καταλήγει
καταλήγωleave off: pres ind mp 2nd sgκαταλήγωleave off: pres ind act 3rd sg -
19 καταλήγομεν
καταλήγωleave off: pres ind act 1st plκαταλήγωleave off: imperf ind act 1st pl (homeric ionic) -
20 καταλήγοντα
καταλήγωleave off: pres part act neut nom /voc /acc plκαταλήγωleave off: pres part act masc acc sg
См. также в других словарях:
καταλήγω — καταλήγω, κατέληξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταλήγω — (AM καταλήγω) 1. τελειώνω σε κάποιο σημείο, φθάνω, απολήγω 2. τερματίζω, παύω νεοελλ. 1. μτφ. αποβαίνω, περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ 2. φθάνω σε συμπέρασμα 3. (το γ εν. πρόσ. αορ. ως απρόσ.) κατέληξε να το αποτέλεσμα ήταν να...… … Dictionary of Greek
καταλήγω — κατάληξα και κατέληξα, παύω, τελειώνω, φτάνω στο τέρμα: Δεν ξέρω πού θα καταλήξει αυτό το θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλήγετε — καταλήγω leave off pres imperat act 2nd pl καταλήγω leave off pres ind act 2nd pl καταλήγω leave off imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήγῃ — καταλήγω leave off pres subj mp 2nd sg καταλήγω leave off pres ind mp 2nd sg καταλήγω leave off pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήξουσι — καταλήγω leave off aor subj act 3rd pl (epic) καταλήγω leave off fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταλήγω leave off fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήξουσιν — καταλήγω leave off aor subj act 3rd pl (epic) καταλήγω leave off fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταλήγω leave off fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλήξω — καταλήγω leave off aor subj act 1st sg καταλήγω leave off fut ind act 1st sg καταλήγω leave off aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληγόντων — καταλήγω leave off pres part act masc/neut gen pl καταλήγω leave off pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληξάντων — καταλήγω leave off aor part act masc/neut gen pl καταλήγω leave off aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλῆγον — καταλήγω leave off pres part act masc voc sg καταλήγω leave off pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)