-
1 κατασκευή
κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευήpreparation: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 κατασκευῇ
κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευήpreparation: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 κατασκευή
κατασκευήpreparation: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 κατασκευή
κατασκευ-ή, ἡ,A preparation, ὄντων ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου being engaged in preparing for it, Th. 8.5; construction,λιμένων ἢ νεωρίων Pl.Grg. 455b
; fitting out,πλοίων Plb.1.21.1
, etc.3 training, Stoic. 3.89.II permanent or fixed assets, opp. what is movable or temporary ([etym.] παρασκευή), fixtures, plant, etc., Th.1.10; ἀνειληφότες τὰς κ. having repaired their estates, Id.2.16; ἡ περὶ τὸν κλῆρον κ. Pl. Lg. 923d; τῆς ἄλλης κ., ἐν ᾗ κατοικοῦμεν καὶ μεθ' ἧς πολιτευόμεθα καὶ δι' ἢν ζῆν δυνάμεθα the aggregate of our possessions, Isoc.4.26;αἱ κ. αἱ ἐπὶ τῶν ἀγρῶν ἢ αἱ ἐντὸς τείχους Id.7.52
; but also, like παρασκευή, any furniture or fittings, τὴν Μαρδονίου κ., i. e. his tent and its furniture, Hdt.9.82;κ. πολυτελέσι χρησαμένων Th.6.31
; φιάλας τε.. καὶ θυμιατήρια καὶ ἄλλην κ. ib.46;ἡ κ. τῆς οἰκίας D.47.54
; τῇ τῶν θεῶν κ. χρῆσθαι whatever the gods provided, X.Ages.9.5.III state, condition, constitution of a thing,θεοῦ κ. βίῳ δόντος τοιαύτην E. Supp. 214
;αἱ.. κ. τῆς ψυχῆς Pl.R. 544e
;ἡ τοῦ βίου κ. Id.Lg. 842c
; ἡ τῶν νόμων κ. ib. 739a; ἐν πάσῃ κ. πολιτικῇ ib. 736b; ἐν χρημάτων κ. in the constitution of a man's fortune, Id.Grg. 477b; ἐν σώματος κ. ibid.; κ. τις παρὰ φύσιν, definition of νόσος, Gal.6.837.IV device, trick,τέχναι καὶ κ. Aeschin.2.1
, v.l. in Din.1.34; ἄνευ κατασκευῆς ᾄδειν artlessly, Ael.NA5.38.V in Logic, constructive reasoning, opp. ἀνασκευή, D.H.Lys.24, Hermog.Prog.5, etc.: in pl., Cic.Att.1.14.4, Longin.11.2, Quint.2.4.18.VI Rhet., artistic treatment,κ. ποιητική Str.1.2.6
, D.H.Comp.1; manipulation, συλλαβῶν, γραμμάτων, ib.15, 16; elaboration, Id.Pomp.2, etc.; correct style, opp. ἰδιωτισμός, Diocl.Stoic.3.214; technical resources,πλάσμα καὶ ἡ ἄλλη κ. δημηγόρου Phld.Rh.1.199
S.VII Geom., construction, Archim.Sph.Cyl. 2.4, cf. Procl.in Euc.p.203 F.; κ. ὀργανική solution by mechanical construction, Papp.174.17.VIII system of gymnastic exercise, as t.t., Gal.6.169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκευή
-
5 κατασκευή
constructionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατασκευή
-
6 κατασκευή,-ῆςἡ N 1 4-2-0-0-3=9[/*] Ex 27,19; 35,24; 36,7; Nm 8,4; 1 Chr 29,19
Cf. LE BOULLUEC 1989 279.350Lust (λαγνεία) > κατασκευή,-ῆςἡ N 1 4-2-0-0-3=9[/*] Ex 27,19; 35,24; 36,7; Nm 8,4; 1 Chr 29,19
-
7 κατασκευαί
κατασκευήpreparation: fem nom /voc pl -
8 κατασκευήν
κατασκευήpreparation: fem acc sg (attic epic ionic) -
9 κατασκευήι
κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευήpreparation: fem dat sg (attic epic ionic) -
10 κατασκευῆι
κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (doric)κατασκευῇ, κατασκευήpreparation: fem dat sg (attic epic ionic) -
11 κατασκευά
κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (epic)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (epic)κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (epic)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (epic)κατασκευήpreparation: fem dat sg (doric aeolic) -
12 κατασκευᾷ
κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (epic)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (epic)κατασκευάζωequip: fut ind mid 2nd sg (epic)κατασκευάζωequip: fut ind act 3rd sg (epic)κατασκευήpreparation: fem dat sg (doric aeolic) -
13 κατασκευής
κατασκευάζωequip: fut ind act 2nd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind act 2nd sg (doric)κατασκευήpreparation: fem gen sg (attic epic ionic) -
14 κατασκευῆς
κατασκευάζωequip: fut ind act 2nd sg (doric)κατασκευάζωequip: fut ind act 2nd sg (doric)κατασκευήpreparation: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 κατασκευαίς
-
16 κατασκευαῖς
-
17 κατασκευών
κατασκευάζωequip: fut part act masc voc sgκατασκευάζωequip: fut part act neut nom /voc /acc sgκατασκευάζωequip: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)κατασκευάζωequip: fut part act masc voc sgκατασκευάζωequip: fut part act neut nom /voc /acc sgκατασκευάζωequip: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)κατασκευήpreparation: fem gen plκατασκευόωpres part act masc voc sg (doric aeolic)κατασκευόωpres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κατασκευόωpres part act masc nom sgκατασκευόωpres inf act (doric) -
18 κατασκευῶν
κατασκευάζωequip: fut part act masc voc sgκατασκευάζωequip: fut part act neut nom /voc /acc sgκατασκευάζωequip: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)κατασκευάζωequip: fut part act masc voc sgκατασκευάζωequip: fut part act neut nom /voc /acc sgκατασκευάζωequip: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)κατασκευήpreparation: fem gen plκατασκευόωpres part act masc voc sg (doric aeolic)κατασκευόωpres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κατασκευόωpres part act masc nom sgκατασκευόωpres inf act (doric) -
19 κατασκευάς
κατασκευά̱ς, κατασκευήpreparation: fem acc pl -
20 κακόπαθος
κᾰκόπαθ-ος, ον,2 troublesome, laborious,κατασκευή Ph.Bel.56.46
;μεταλλεῖαι Posidon. 48
J. (cod. Ath.), cf. A.D.Synt.187.24.3 of persons, laborious, persevering,γυνή Muson.Fr.3p.11H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόπαθος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατασκευή — preparation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… … Dictionary of Greek
κατασκευή — η 1. φτιάξιμο, δημιουργία: Αυτός έκαμε την κατασκευή του πύργου αυτού. 2. επινόηση ψεύδους: Ασχολείται με την κατασκευή ψευδών ειδήσεων. 3. «γεωμετρική κατασκευή», η χάραξη σχήματος με γεωμετρικά εργαλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασκευῇ — κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευή preparation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευῆι — κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευῇ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek
χαρταετός — Κατασκευή από λεπτό χαρτί κολλημένο σε σκελετό από ελαφρά ξύλα ή καλάμια, που συγκρατείται με έναν πολύ μακρύ σπάγγο. Στο άκρο του τοποθετούνται συχνά λωρίδες χαρτιού που χρησιμοποιούνται για την ισορροπία (ουρά). Ο απλούστερος τύπος, που… … Dictionary of Greek
ζευκτό — Κατασκευή από ξύλο, από σίδερο ή μεικτή, η οποία προορίζεται για τη στήριξη αμφικλινούς στέγης ενός οικοδομήματος. Η αρχαιότερη μορφή ζ. είναι ένα απλό τρίγωνο από ξύλινες δοκούς, στο οποίο οι δύο επικλινείς στηρίζουν τον σκελετό της στέγης, ενώ… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… … Dictionary of Greek