-
1 μεταλλείαι
μεταλλάωsearch carefully: pres ind mp 2nd sg (epic ionic)μεταλλείαsearching for metals: fem nom /voc pl -
2 μεταλλεῖαι
μεταλλάωsearch carefully: pres ind mp 2nd sg (epic ionic)μεταλλείαsearching for metals: fem nom /voc pl -
3 κακόπαθος
κᾰκόπαθ-ος, ον,2 troublesome, laborious,κατασκευή Ph.Bel.56.46
;μεταλλεῖαι Posidon. 48
J. (cod. Ath.), cf. A.D.Synt.187.24.3 of persons, laborious, persevering,γυνή Muson.Fr.3p.11H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόπαθος
См. также в других словарях:
μεταλλεῖαι — μεταλλάω search carefully pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μεταλλεία searching for metals fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλεία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 326 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οπουντίων. * * * η (Α μεταλλεία) [μεταλλεύω] η αναζήτηση μετάλλων στο έδαφος, μετάλλευση («ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα… … Dictionary of Greek