-
1 fabrikasyon
κατασκευή, τιαραγωγή -
2 inşa
κατασκευή, κτίση, χτίσιμο, δομή -
3 yapılma
κατασκευή, φτιάξιμο, διενέργεια -
4 yapım
κατασκευή, παρασκευή, παραγωγή -
5 заготовка
1. (для деталей машин) το τεμάχιο προς κατεργασία 2. (крупносортная) η ράβδος/δοκός προς κατεργασία 3. (материал, поступающий в прокатку) το υλικό προς έλαση 4. (деревянная) το ξύλινο τεμάχιο προς κατεργασία 5. с.-х. η συγκομιδή και αποθήκευση 6. (леса) η ξύλευση/υλοτομία και αποθήκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготовка
-
6 фабрикация
-и θ.κατασκευή, τεχνουργία•фабрикация сукна κατασκευή τσόχας•
фабрикация фальшивок κατασκευή κίβδηλων, κιβδηλοποιία.
-
7 построение
1. (процесс, результат) η κατασκευή(строение структура) η δομή, η κατασκευήη συνάρτηση, η σύσταση, η σύνθεση, η οργάνωση2. (система мыслей, рассуждений) η σύνταξη, η συνοχή, η σύνδεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > построение
-
8 проведение
1. (черты, линии) η χάραξη 2. (прокладка) η χάραξη, (напр. дороги) η κατασκευή, η εγκατάσταση, (электричества, газа) η σύνδεση 3. (осуществление) η εκτέλεση, η διενέργεια, η διεξαγωγή 4. (через что-л.) η οδήγηση 5. (соору-жение, построение) η κατασκευή ^(принятие решения, утверждения) η έγκριση 7. (оформление, записывание) η εγγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проведение
-
9 прокладка
1. (уплотнительная деталь) το παρέμβυσμαводонепроницаемая - υδατοστεγές -, υδατοστεγανό -резиновая - λαστιχένιο/ελαστικό -2. (проставочная деталь) το διαχωριστικό (τεμάχιο/στοιχείο) 3. (операция укладки или проводки) η τοποθέτηση, η κατασκευή, η χάραξηрельсовая - των τροχιογραμμών/ραγών4. (линии, пути) (нвг.) η χάραξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прокладка
-
10 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
11 выработка
выработка ж 1) (разработка) η κατασκευή, η επεξεργασία; η εκπόνηση (плана, проекта и т. л.) 2) (изготовление ) η επεξεργασία 3) (продукция ) η παραγωγή* * *ж1) ( разработка) η κατασκευή, η επεξεργασία; η εκπόνηση (плана, проекта и т.п.)2) ( изготовление) η επεξεργασία3) ( продукция) η παραγωγή -
12 изготовление
-
13 конструкция
-
14 машиностроение
-
15 монументальный
монументальный μνημειώδης' μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής (величественный}' \монументальный труд η μνημειώδης κατασκευή* * *μνημειώδης; μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής ( величественный)монумента́льный труд — η μνημειώδης κατασκευή
-
16 создание
создание с (действие) η δημιουργία, η κατασκευή, το φτιάξιμο* * *с( действие) η δημιουργία, η κατασκευή, το φτιάξιμο -
17 сооружение
сооружение с 1) (действие) η ανέγερση· η οικοδόμηση, η κατασκευή (строительство ) 2) (здание) η οικοδομή, το χτίριο* * *с1) ( действие) η ανέγερση; η οικοδόμηση, η κατασκευή ( строительство)2) ( здание) η οικοδομή, το χτίριο -
18 строение
строение с 1) (структура) η κατασκευή, η δομή; \строение атома η δομή του ατόμου 2) (постройка) το χτίριο, η οικοδομή* * *с1) ( структура) η κατασκευή, η δομήстрое́ние а́тома — η δομή του ατόμου
2) ( постройка) το χτίριο, η οικοδομή -
19 изготовление
изготов||лениес ἡ κατασκευή:\изготовлениеле-ние одежды-ἡ κατασκευή ρούχων. -
20 приборостроение
приборостроениес ἡ κατασκευή συσκευών, ἡ κατασκευή μηχανημάτων.
См. также в других словарях:
κατασκευή — preparation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… … Dictionary of Greek
κατασκευή — η 1. φτιάξιμο, δημιουργία: Αυτός έκαμε την κατασκευή του πύργου αυτού. 2. επινόηση ψεύδους: Ασχολείται με την κατασκευή ψευδών ειδήσεων. 3. «γεωμετρική κατασκευή», η χάραξη σχήματος με γεωμετρικά εργαλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασκευῇ — κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευή preparation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκευῆι — κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind mid 2nd sg (doric) κατασκευῇ , κατασκευάζω equip fut ind act 3rd sg (doric) κατασκευῇ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρούλος — Κατασκευή ημισφαιρικού ή παρόμοιου σχήματος (π.χ. ημιελλειψοειδούς), η οποία χρησιμοποείται για την κάλυψη χώρων με κάτοψη κυκλική, τετραγωνική, ή σχήματος κανονικού πολυγώνου. Αρχαιότατα δείγματα τρουλωτών κατασκευών υπάρχουν στη Μικρά Ασία… … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… … Dictionary of Greek
χαρταετός — Κατασκευή από λεπτό χαρτί κολλημένο σε σκελετό από ελαφρά ξύλα ή καλάμια, που συγκρατείται με έναν πολύ μακρύ σπάγγο. Στο άκρο του τοποθετούνται συχνά λωρίδες χαρτιού που χρησιμοποιούνται για την ισορροπία (ουρά). Ο απλούστερος τύπος, που… … Dictionary of Greek
ζευκτό — Κατασκευή από ξύλο, από σίδερο ή μεικτή, η οποία προορίζεται για τη στήριξη αμφικλινούς στέγης ενός οικοδομήματος. Η αρχαιότερη μορφή ζ. είναι ένα απλό τρίγωνο από ξύλινες δοκούς, στο οποίο οι δύο επικλινείς στηρίζουν τον σκελετό της στέγης, ενώ… … Dictionary of Greek
ηλεκτρικός πίνακας — Κατασκευή που συγκροτείται από διάφορα ηλεκτρικά όργανα (διακόπτες, ηλεκτρικές ασφάλειες, φωτεινούς σηματοδότες, όργανα μέτρησης, συσκευές προστασίας κλπ.) που συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με ένα ηλεκτρικό σχέδιο· προορίζεται προπάντων για τον… … Dictionary of Greek