-
1 γεωμετρικη
-
2 γεωμετρική
-
3 γεωμετρικῇ
-
4 γεωμετρική
γεωμετρικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 γεωμετρικός
η, ό[ν] геометрический;γεωμετρική πρόοδος — геометрическая прогрессия;
§ γεωμετρική τέχνη — искусство геометрического орнамента
-
6 κατασκευή
η1) строительство; устройство; сооружение (тж. результат);γεωμετρική κατασκευή — геометрическое построение;
2) конструирование;3) конструкция; 4) изготовление; производство;σοβιετικής κατασκευης — сделано в СССР;
5) строение, структура;6) перен. измышление, фабрикация; 7) лог. конструктивный способ рассуждения -
7 πρόοδος
η1) прогресс, движение вперёд; развитие; процветание;κοινωνική πρόοδος — социальный прогресс;
2) прогрессирование;της νόσου — прогрессирование болезни;3) достижение, успех; успеваемость;4) мат. прогрессия; -
8 γεωμετρικήι
-
9 γεωμετρικῆι
-
10 γεωμετρικός
A of or for geometry, geometrical, , etc.; ; ; μεσότης Theo Sm.p.106 H., etc. (cf. γαμετρικός); ἁρμονία Nicom.Ar.2.26
;θεωρήματα Plu.2.720a
([comp] Sup.); γεωμετρική (sc. τέχνη), geometry, Pl.Grg. 450d, Nicom.Com.1.18; τὰ -κά title of work on geometry, Democr.11n, cf. Arist.APo. 79a9. Adv. - κῶς by a rigidly deductive proof, Procl.in Prm.p.897 S., Id.in Ti.1.345 D.: γ. refellere, prove wrong to demonstration, Cic.Att.12.5.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωμετρικός
-
11 ἀναλογία
A mathematical proportion, Pl.Ti. 31c, 32c;ἡ ἀ. ἰσότης ἐστὶ λόγων Arist.EN 1131a31
; of progressions, ἀ. γεωμετρική ib. b13; ἀριθμητική ib. 1106a36, cf. Ael.Tact.10.3; ἁρμονική Thrasyll. ap. Theo.Sm.p.85H., Nicom.Ar.2.22;κατὰ τὴν ἀ.
comparing the ratios,Arist.
Pol. 1282b40; τὸ κατ' ἀ. ἴσον ib. 1301a27;ὑπὲρ τὴν ἀ. τινός
out of proportion,Olymp.
in Mete.89.22.2 esp. grammatical analogy, Gell.2.25, A.D.Synt.36.23, etc.IV correspondence, resemblance, ὁμοιότης ἢ ἀ. [τινί] Id.Sign.37, cf. Fr.3; κατ' -ίαν, opp. διαφοράν, Id.D.1.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλογία
-
12 ἰσότης
A equality, Arist.Metaph. 1054b3, etc.: in pl., Pl.Lg. 733b;ἰ. χρόνου Id.Prm. 140e
: Math., ἰ. γεωμετρική equality of ratios, proportion, Id.Grg. 508a;ἀναλογία ἰ. λόγων Arist.EN 1131a31
.2 esp. political equality or justice, personified in E.Ph. 536, cf. Pl.Lg. 757a;ἰ. πολιτική Plb.6.8.4
, etc.: in dual, Pl.Lg. 757b, cf. Arist.Pol. 1302a7, Isoc.7.21.III equiformity, of the earth, Epicur.Nat.11.10. (On the accent v. Hdn.Gr.1.83, 2.945; ἰσοτής is said to be Hellenistic by Moer.202.)
См. также в других словарях:
γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… … Dictionary of Greek
γεωμετρική — η βλ. γεωμετρικός … Dictionary of Greek
γεωμετρικῇ — γεωμετρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρική — γεωμετρικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμετρική οπτική — Κλάδος της οπτικής που στηρίζεται στην αρχή της ευθύγραμμης διάδοσης του φωτός και στους νόμους της ανάκλασης και της διάθλασης των φωτεινών ακτίνων, χωρίς να αναφέρεται σε υποθέσεις σχετικά με τη φύση του φωτός. Η γ.ο. χρησιμοποιεί γραφικές… … Dictionary of Greek
διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… … Dictionary of Greek
γεωμετρικῆι — γεωμετρικῇ , γεωμετρικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek