-
1 κατέβαινε
καταβαίνωgo: imperf ind act 3rd sg -
2 κατέβαιν'
κατέβαινε, καταβαίνωgo: imperf ind act 3rd sg -
3 καταβαίνω
A , etc.: [tense] pf. - βέβηκα; [dialect] Boeot. part.καταβεβάων IG7.3055
: [tense] aor.κατέβην Il.10.541
, Pi.O.9.43, etc.; poet. [ per.] 3pl.κατέβαν Il.24.329
, ; imper.κατάβηθι Od.23.20
, Ar.Lys. 873, [dialect] Lacon.κάβασι Hsch.
, , Ra.35; [dialect] Ep. [ per.] 1pl. subj. καταβήομεν (v.l. -βείομεν) Il.10.97; late [ per.] 3sg. opt. (cod. B), Conon 45.2J.; poet. part.καββάς Pi.N.6.51
; [dialect] Ep. inf.καταβήμεναι Il.14.19
:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] aor. 1κατεβήσετο 6.288
, 13.17, Od.2.337, al. (with v.l. κατεβήσατο); imper.καταβήσεο Il.5.109
:—go or come down from.., c. gen., πόλιος κ. 24.329; οὐρανόθεν κ. 11.184;Παρνασοῦ Pi.O.9.43
, etc.: also with Preps.,ἐξ ὄρεος Il.13.17
;ἐς πεδίον 3.252
, etc.: also c. acc. loci,θάλαμον κατεβήσετο Od.2.337
; κ. Ἀΐδαν, Ἀΐδα δόμον, S.Ant. 822 (anap.), E.Heracl. 913 (lyr.); butκατέβην δόμον Ἄϊδος εἴσω Od.23.252
(later abs., die, Lib.Or.38.16); ἔσω κ. Hes.Th. 750: also c. acc. in quite different senses, κατέβαιν' ὑπερώϊα she came down from the upper floor, Od.18.206, 23.85; κλίμακα κατεβήσετο came down the ladder, 1.330 (κ. κατὰ τῆς κλίμακος Lys. 1.9
); ξεστὸν ἐφόλκαιον καταβάς having got down by the lading-plank, Od.14.350: abs., καταβαίνειν δ' οὐ σχολή come downstairs, Ar. Ach. 409; esp.1 dismount from a chariot or from horseback,δίφρου Il.5.109
;ἐκ τῆς ἁρμαμάξης Hdt.9.76
;ἀφ' ἁρμάτων Pi.N.6.51
;ἀπὸ τοῦ ἵππου X.Cyr.5.5.6
; but κ. ἀπὸ τῶν ἵππων give up riding, D.42.24, cf. Arist.Ath.49.1:—hence in [voice] Pass., ἵππος καταβαίνεται the horse is dismounted from, X.Eq.11.7.2 go down from the inland parts to the sea, esp. from central Asia (cf.ἀναβαίνω 11.3
), Hdt.1.94, etc.; also from Athens, κ. ἐς Πειραιᾶ, ἐς λιμένα, Pl.R. 327a, Tht. 142a.3 go down into the scene of contest, γυμνὸν ἐπὶ στάδιον κ. Pi.P.11.49; κ. ἐπ' αὐτὸ τοῦτο (sc. τὸ ἀεθλεύειν) Hdt.5.22: abs., = Lat. in certamen descendere, Pi.N.3.42, S.Tr. 504(lyr.), X.An.4.8.27; cf. καταβατέον; μέτρῳ καταβαίνειν 'seek no more contests' ( μέτρῳ by litotes for μή), Pi.P.8.78; μεθ' ὅπλων κ. Pl.Lg. 834c.4 of an orator, come down from the tribune, Lys.12.92, D.19.23, etc.; rarely in full, κ. ἀπὸ τοῦ βήματος ib.113; soκατάβα.--καταβήσομαι Ar.V. 979
; later, also κ. ἀπὸ τοῦ λόγου, ἀπὸ τῶν ἰαμβείων, to cease from.., Luc.Tox.35, Nec.1.5 less freq. of things,πρὶν.. καταβήμεναι ἐκ Διὸς οὖρον Il.14.19
; of tears, E.Andr. 111 (eleg.); of streams, Pl.Criti. 118d; of the womb, Arist.HA 582b24; πόσσω κατέβα τοι ἀφ' ἱστῶ; at what price did [ the robe] come down from the loom? Theoc.15.35; of the heavenly bodies, set, Vett.Val.31.3.II metaph.,1 attain,πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος Pi.N.3.25
;κ. ἐπὶ τελευτήν Pl.R. 511b
: abs., attain one's end, ἐν φάει κ. Pi.N.4.38; simply, come to, arrive at in course of speaking, κατέβαινε ἐς λιτάς he ended with prayer, Hdt.1.116: usu. c. part., κατέβαινε αὖτις παραιτεόμενος ib.90, cf. 118, 9.94; καταβάς, of a writer, Eun.VSp.454B.2 κ. εἰς.. conform to,εἰς τοὺς Χρόνους κ. τούτους Arist.Pol. 1335a11
.4 fall in value, POxy.1223.33 (iv A.D.), cf. Poll.1.51.5 λέγεται μηδὲν αὐτοῖς τούτων καταβαίνειν, of abusive language, does not affect them or get home, Chrysipp.Stoic.2.242.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβαίνω
-
4 καταβαίνω
καταβαίνω (καταβαίνει; -ων; -ειν: impf. κατέβαινε: aor. κατέβαν, -έβα; καταβαίς, -βάντ(ι), -βάντα, -βάντες, -βάντε. cf. Radt on Pae. 2.34)a lit., go down c. acc., dat., ἐπὶ, εἰς c. acc. Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε (Turyn: - βάς codd.) O. 6.58Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε δόμον ἔθεντο πρῶτον O. 9.43
εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.11
πρῴραθεν Εὔφαμος καταβαὶς (Turyn: - βάς codd.) P. 4.22 ( Βάττον) “ Πύθιον ναὸν καταβάντα” entering P. 4.55 Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες, ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι entering P. 11.49 βαρὺ δέ σφιν νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων (Turyn: καββάς codd.) N. 6.51b arrive at one's destination.I c. (ἐς +) acc. ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος (sc. Ἡρακλέης) N. 3.25κατέβαν στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος Pae. 6.13
μοι ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.60
ἐς δ Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος P. 4.188
II abs., after a sea voyage. καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν sc. to Rhodes O. 7.13 τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων sc. to Sicily P. 3.73III met., arrive, win through, attain one's goalἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ. σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.42
μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.34
c dub., causal, bring down δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic distinx. codd.: ἀντὶ τοῦ καταβαίνειν ποιεἰ Σ: post χειρῶν distinxit Bergk, qui κατάβαιν vel καταβαίνειν coni.) P. 8.78d frag., ]ενει κατεβα[ Πα. 13. b. 16. κατεβα[ fr. 59. 4. -
5 νόστος
νόστος (-ος, -ου, -οιο, -ῳ, -ον.)1 homecoming (v. v. d. Mühll, MH, 1968, 229.)ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.69
ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.35
“ ἀλλὰ γὰρ νόστου πρόφασις γλυκεροῦ κώλυεν μεῖναι” P. 4.32ἐκάλει φιλίαν νόστοιο μοῖραν P. 4.196
τοῖς (sc. the losers)οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83
τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24
ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος N. 3.25
γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι λευκανθέα σώμασι πίαναν καπνόν (ἀπέθεντο Σ., loc. susp.) N. 9.23 γεφύρωσέ τ' Ἀτρείδαισι νόστον (sc. Ἀχιλλεύς.) I. 8.51 -
6 ὁπᾷ
a how, exclamatory. νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (sc. ὁρᾶτε, simm.) O. 10.10—11.b rel., to the point whereἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος N. 3.25
c how, introducing indir. quest.τὸ δὲ σαφανὲς κατέφρασεν, ὁπᾷ ἔθυε καὶ πενταετηρίδ' ὅπως ἄρα ἔστασεν ἑορτὰν O. 10.56
-
7 πόμπιμος
1 sending back c. gen. ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος i. e. arrived at the end point that sent him back on his homecoming (contra v. d. Mühll, MH 1968, 230.) N. 3.25 -
8 τέλος
a execution, completion, issueἀποίητον οὐδ' ἂν Χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17
ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος decide the issue O. 13.57νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν P. 4.286
“ κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” P. 9.44Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος N. 3.25
ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται, ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται perfection N. 3.70 οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρατέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.57
κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος N. 8.45
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων N. 10.29
ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος I shall secure an execution of both songs I. 1.6 ( ἀρετὰς) αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος bring their lives to an end I. 4.5 ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος in every issue I. 4.11 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι the supreme goal I. 4.32 pro adv., τέλος δ' ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς finally fr. 111. 3.b prizeΔόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67
ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118
ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος I. 1.27
c office ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (τὴν πρυτανείαν Σ.) N. 11.9d fragg. ]ον τέλος ἔσται Πα. 7C. 6. βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος[ ( μανύεται e. g. supp. Snell) Pae. 14.38 -
9 καταβαίνω
καταβαίνω impf. κατέβαινον; fut. καταβήσομαι; 2 aor. κατέβην, impv. κατάβηθι and κατάβα (Diog. L. 2, 41) Mk 15:30 v.l.; pf. καταβέβηκα (Hom.+; gener. ‘go/come down’)① to move downward, come/go/climb down lit.ⓐ of pers.:α. w. indication of the place fr. which one comes or goes down: ἀπό τινος (Pind., N. 6, 51; X., Cyr. 5, 5, 6; Ael. Aristid. 51, 22 K.=27 p. 538 D.: ἀπὸ τ. ὄρους; Gen 38:1; Ex 32:15 ἀπὸ τ. ὄρους; 4 Km 1:16; Na 3:7 v.l.; Ezk 47:1; JosAs 5:11 ἀπὸ τ. ἅρματος; Jos., Ant. 6, 108) Mt 8:1; Mk 9:9 v.l.; ἀπὸ ὀρινῆς GJs 18:1 (pap; 19:1 codd.). Come down fr. a cross (Chariton 4, 3, 6 κατέβαινε τοῦ σταυροῦ, after the command κατάβηθι) Mt 27:40, 42; Mk 15:30, 32. Get out of a boat (cp. Ezk 27:29) Mt 14:29. W. ἔκ τινος: ἐκ τ. ὄρους (Il. 13, 17; X., An. 7, 4, 12; Ex 19:14; 32:1; Dt 9:15; 10:5; Josh 2:23) 17:9; Mk 9:9. ἐντεῦθεν 1 Cl 53:2 (Dt 9:12); GJs 4:2b. Abs., though it is clear fr. the context where the descent is from Mk 13:15 (s. δ); Lk 19:5f; J 5:7; Ac 20:10; 23:10; B 4:8; 14:3 (the two last Ex 32:7, where ἐντεῦθεν is added); MPol 7:2. Of someone on an elevation GJs 1:4; 4:3; 16:2. W. inf. foll. (Gen. 11:5; 43:20; Ex 3:8) Mt 24:17; Lk 17:31. καταβὰς ἔστη 6:17.—Go, return, go back κατέβησαν εὐφραινόμενοι GJs 6:3 they returned (home) with joy. Here the prep. functions as an auxiliary adv. (cp. Gen 43:13; Jer 43:14).β. as in LXX (for יָרַד 3 Km 22:2; 4 Km 8:29; 10:13 al.) of going away fr. Jerusalem or Palestine: ἀπὸ Ἱεροσολύμων Mk 3:22; Lk 10:30 (cp. 1 Macc 16:14); Ac 25:7; cp. Lk 10:31; Ac 24:1, 22. Of the temple GJs 5:1 s. under δ. W. geograph. reff. in general (oft. LXX; TestSim 4:3 εἰς Αἴγυπτον; Jos., Vi. 68 εἰς Τιβεριάδα) εἰς Αἴγυπτον Ac 7:15 (also κ. ἐκεῖ Did., Gen. 227, 5). εἰς Ἀντιόχειαν 18:22.—14:25; 16:8; 25:6; Lk 2:51; J 2:12. Abs. J 4:47, 49, 51; Ac 8:15; 10:20.γ. of coming down fr. heaven (Maximus Tyr. 11, 12e κ. ἐκ τ. θεοῦ μέχρι γῆς) ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ (Diogenes, Ep. 38, 1; Da 4:13, 23 Theod.; Philo, Migr. Abr. 185; Ar. 15, 1) J 6:38; 1 Th 4:16. ἐξ οὐρανοῦ (Chariton 6, 3, 4 τὶς ἐξ οὐρ. καταβέβηκε. Of things Dt 28:24; 4 Km 1:10) Mt 28:2; J 3:13 (for the contrast ἀναβαίνω εἰς τ. οὐρ. … καταβαίνω cp. Pr 30:4; PGM 4, 546f; cp. Iren. 1, 9, 3 [Harv. I 84, 5]); 6:33, 41f, 50f, 58; Rv 10:1; 18:1; 20:1. Abs. (Aristob. in Eus., PE 8, 10, 13 [=Holladay p. 144 ln. 94]; PGM 4, 3024; 36, 299; Orig., C. Cels. 4, 3, 2; Did., Gen. 110, 17) Ac 7:34 (Ex 3:8); J 1:51; Eph 4:10.δ. w. indication of the place to which one goes or comes down εἰς τ. οἰκίαν Mk 13:15 v.l. (cp. α above). εἰς τὸν παράδεισον αὐτῆς in her garden GJs 2:4; εἰς τὴν ἄβυσσον Ro 10:7. εἰς ᾅδου (Ar. 11, 3; Diod S 4, 25, 4 and Artem. 2, 55 with ἀναβαίνειν ἐξ ᾅδου) 1 Cl 51:4 (Num 16:30; Ps 54:16). εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς (s. κατώτερος) Eph 4:9. Esp. of baptism κ. εἰς (τὸ) ὕδωρ go down into the water Ac 8:38; B 11:8, 11; Hm 4, 3, 1; Hs 9, 16, 4 and 6a; cp. 6b. εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ (from the temple) home(ward) Lk 18:14; sim. ἐκ τοῦ ναοῦ … καὶ ἥκει ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ GJs 5:1; cp. 8:1. ἐπὶ τὴν θάλασσαν (X., Ages. 1, 18; cp. Gen 24:16, 45) J 6:16. ἐπὶ τὸν λιμένα AcPl Ha 5, 15; πρὸς τοὺς ἄνδρας (cp. 1 Km 10:8; 4 Km 1:15; 1 Macc 10:71) Ac 10:21; cp. 14:11 θεοὶ … κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς. ἄγγελος … κυρίου κατέβη πρὸς Ἰωακείμ GJs 4:2a. ἄγγελος κατέβαινεν ἐν τ. κολυμβήθρᾳ into the pool J 5:4 (cp. Judg 7:9f B κ. ἐν τ. παρεμβολῇ). Of the descent of the devil: πρός τινα Rv 12:12 (cp. Philo, Gig. 12 [ψυχαὶ] πρὸς σώματα κατέβησαν).ⓑ of things etc.: a sheet fr. heaven (cp. SibOr 2, 20) come down Ac 10:11; 11:5. Every good gift comes down ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων Js 1:17. Of the New Jerusalem κ. ἐκ τ. οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ θεοῦ Rv 3:12; 21:2, 10. Of the Holy Spirit at the baptism of Jesus: καταβ. εἰς αὐτόν come down and enter into him Mk 1:10. ἐπʼ αὐτόν upon him Mt 3:16; Lk 3:22; J 1:32f. Of rain (cp. Ps 71:6; Is 55:10; Jos., Ant. 2, 343) fall Mt 7:25, 27. Of a storm come down Lk 8:23. Of fire fall down ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ (cp. Jos., Ant. 2, 343) 9:54. ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὴν γῆν Rv 13:13. ἐκ τ. οὐρανοῦ (4 Km 1:10, 14; 2 Macc 2:10) 20:9. Of hail ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπί τινα fall down fr. heaven upon someone 16:21. Of drops of blood ἐπὶ τὴν γῆν Lk 22:44 (cp. Sir 35:15 δάκρυα ἐπὶ σιαγόνα). Of a road lead away ἀπὸ Ἰερουσαλήμ Ac 8:26.② to suffer humiliation, fig. extension of mng. 1 be brought down ἕως ᾅδου (cp. Is 14:11, 15. ἕως as Ps 106:26; ApcEsdr 4:32 p. 29, 9 Tdf.) Mt 11:23; Lk 10:15 (both w. καταβιβασθήσῃ as v.l.; s. καταβιβάζω).—M-M. TW.
См. также в других словарях:
κατέβαινε — καταβαίνω go imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέβαιν' — κατέβαινε , καταβαίνω go imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… … Dictionary of Greek
Τροφώνεια — και Τροφώνια, τὰ, Α [Τροφώνιος] 1. γιορτή προς τιμήν τού Τροφωνίου, αυτού που σύμφωνα με τη μυθολογία έχτισε το πρώτο ιερό τού Απόλλωνος στους Δελφούς 2. (στον εν.) τὸ Τροφώνιον το μαντείο τού Τροφωνίου στη Λιβαδιά, που, σύμφωνα με τη μυθολογική… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
αυλαία — Στο θέατρο, παραπέτασμα που χωρίζει την αίθουσα από τη σκηνή. Τοποθετημένη αμέσως μετά το πλαίσιο της σκηνής, είναι φτιαγμένη κατά κανόνα από βελούδο, με μια πλατιά κροσσωτή ταινία στο κάτω μέρος· κάποτε είναι διακοσμημένη στο επάνω μέρος με ένα… … Dictionary of Greek
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
ελέπολις — Πολιορκητική μηχανή που επινόησε πρώτος ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (τέλη 4ου αι. π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Άραβες κ.ά. Απαρτιζόταν από έναν πολυώροφο ξύλινο πύργο τετραγωνικής κάτοψης, με ύψος… … Dictionary of Greek
ενδυμίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν ένας βοσκός με σπάνια ομορφιά, τον οποίο ερωτεύτηκε η Σελήνη. Στην Καρία λατρευόταν σε μία σπηλιά του όρους Λάτμου, όπου, ενώ κοιμόταν έναν αιώνιο ύπνο, κατέβαινε κάθε νύχτα η Σελήνη… … Dictionary of Greek
εξώστρα — Ένα από τα σκηνικά μηχανήματα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού θεάτρου. Ταυτιζόταν με το εκκύκλημα που χρησιμοποιούσαν για την προώθηση στη σκηνή διαφόρων αντικειμένων (θρόνος, ξόανα θεοί κλπ.) ή για την επίδειξη του εσωτερικού χώρου ενός… … Dictionary of Greek
καβιοθύρα — καβιοθύρα, ἡ (Α) θύρα από την οποία κατέβαινε κάποιος σε υπόγειο, καταπακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cavea «κοίλωμα, φυλακή» + θύρα] … Dictionary of Greek