Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κατέβαινε

См. также в других словарях:

  • κατέβαινε — καταβαίνω go imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέβαιν' — κατέβαινε , καταβαίνω go imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… …   Dictionary of Greek

  • Τροφώνεια — και Τροφώνια, τὰ, Α [Τροφώνιος] 1. γιορτή προς τιμήν τού Τροφωνίου, αυτού που σύμφωνα με τη μυθολογία έχτισε το πρώτο ιερό τού Απόλλωνος στους Δελφούς 2. (στον εν.) τὸ Τροφώνιον το μαντείο τού Τροφωνίου στη Λιβαδιά, που, σύμφωνα με τη μυθολογική… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • αυλαία — Στο θέατρο, παραπέτασμα που χωρίζει την αίθουσα από τη σκηνή. Τοποθετημένη αμέσως μετά το πλαίσιο της σκηνής, είναι φτιαγμένη κατά κανόνα από βελούδο, με μια πλατιά κροσσωτή ταινία στο κάτω μέρος· κάποτε είναι διακοσμημένη στο επάνω μέρος με ένα… …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • ελέπολις — Πολιορκητική μηχανή που επινόησε πρώτος ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (τέλη 4ου αι. π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Άραβες κ.ά. Απαρτιζόταν από έναν πολυώροφο ξύλινο πύργο τετραγωνικής κάτοψης, με ύψος… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν ένας βοσκός με σπάνια ομορφιά, τον οποίο ερωτεύτηκε η Σελήνη. Στην Καρία λατρευόταν σε μία σπηλιά του όρους Λάτμου, όπου, ενώ κοιμόταν έναν αιώνιο ύπνο, κατέβαινε κάθε νύχτα η Σελήνη… …   Dictionary of Greek

  • εξώστρα — Ένα από τα σκηνικά μηχανήματα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού θεάτρου. Ταυτιζόταν με το εκκύκλημα που χρησιμοποιούσαν για την προώθηση στη σκηνή διαφόρων αντικειμένων (θρόνος, ξόανα θεοί κλπ.) ή για την επίδειξη του εσωτερικού χώρου ενός… …   Dictionary of Greek

  • καβιοθύρα — καβιοθύρα, ἡ (Α) θύρα από την οποία κατέβαινε κάποιος σε υπόγειο, καταπακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cavea «κοίλωμα, φυλακή» + θύρα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»