-
1 κατά-στρωμα
κατά-στρωμα, τό, das Hingebreitete, bes. das Schiffsverdeck; Her. 8, 118; Thuc. 1, 49; Plat. Lach. 184 a; Xen. Hell. 1, 4, 7; Sp., wie Plut.
-
2 κατάστρωμα
A that which is spread upon or over: in a ship, deck, Hdt.8.118, 119, Th.1.49, X. HG1.4.18, Pl.La. 184a, Thphr.Char. 22.5, etc.; καταστρώματα διὰ πάσης [τῆς νεώς] Th.1.14; οἱ ἀπὸ τῶν κ., i.e. the fighting men, opp. the rowers, Id.7.40.II part of the constellation Argo, Hipparch.1.8.1, Ptol.Alm.8.1.IV floor, pavement, Ath.Mech.13.4, Gp.6.2.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστρωμα
-
3 κατάστρωμα
κατά-στρωμα, τό, das Hingebreitete, bes. das Schiffsverdeck -
4 καταστρωμα
-
5 στόρνυμι
Grammatical information: v.Meaning: `to stretch out, to spread out, to make one's bed, to even, to pave, to strew, to sprinkle' (ρ 32).Other forms: στρώννυμι (A. Ag. 909 [ στορνύναι Elmsley], hell. a. late), στορέννυμι (late), everywhere also - ύω, aor. στορέσαι (Il.), στρῶσαι (IA.), pass. στορεσθῆναι (Hp. a.o.), στρωθῆναι (D.S. etc.), perf. pass. ἔστρωμαι (since Κ 155), ἐστόροται or - ηται (Aeol. gramm.), ἐστόρεσμαι (late), act. ἔστρωκα (hell. a. late), fut. στορῶ (Ar.), στρώσω (E. etc.), Dor. στορεσεῖν (Theoc.), στρωννύσω (Ps.-Luc.), pass. στρωθήσομαι (LXX), vbaladj. στρωτός (Hes.).Derivatives: l. στρῶμα ( κατά-, ὑπό- a.o.) n. `which is spread out, carpet, bedding, layer' (IA.) with - άτιον n. (hell. a. late - ατεύς m. 'bed-sack' (Thphr. a.o.), `variegated patchwork' (Gell.), name of a fish (Philo ap. Ath.; after the golden stripes; Bosshardt 62, Strömberg Fischn. 28), - ατίτης ἔρανος `picknick with one's own bedding' (Cratin.; Redard 115), - ατίζω `to provide with a carpet, to plaster' (hell. inscr., Poll., H.). 2. στρωμνή, Dor. -ά, Aeol. -ᾶ f. `carpet, mattress, bed' (Sapph., Pi., Att. etc.) with - άομαι in ἐστρωμνημένος (Phot.); cf. λίμνη, ποίμνη a.o. 3. στρῶσις ( ὑπό- a.o.) f. `the spreading, plastering' (hell. a. late). 4. στρωτήρ m. `cross-beam, roof-lath' (Ar. Fr. 72, hell. a. late) with - ήριον, - ηρίδιον `id.' (EM, H., Suid.); στρώτης m. `one that gets ready the beds and dinner couches' (middl. com., Plu.). 5. On itself stands στορεύς m. `the lower, flat part of a device for making fire' (H., sch.). = γαληνοποιός (H.); from *στόρος or -ά?; cf. Bosshardt 80. 6. With ο-vowel also στόρνη f. = ζώνη (Call., Lyc.), prob. to στόρνυμι; here Myc. api tonijo (Taillardat REGr. 73, 5ff.)?? Thus στορνυτέα καταστρωτέα, περιοικοδομητέα H.Etymology: The original triad στόρ-νυμι: στορέ-σαι: στρω-τός, ἔ-στρω-μαι is partly leveled through innovations: στρώννυμι (after ζών-νυ-μι for ζωσ-), στρῶσαι after στρωτός, ἔστρωμαι; στορέννυμι after στορέσαι. As in κορέσαι, κορέννυμι, ὀλέσαι, ὄλλυμι a.o. the ο-vowel makes difficulties and has aroused a lively discussion (s. lit. s. vv.). With στόρνυμι (for *στάρνυμι?) agrees further formally Skt. str̥ṇóti `stretch down, throw down'; because of Germ., e.g. Goth. straujan, NHG streuen we can posit an IE * streu- with n-infix. Other nasal presents are Skt. str̥ṇā́ti `id.', Lat. sternō = OIr. sernim `spread out', Alb. shtrinj `id.' (IE *str̥ni̯ō). On semantic differentiation Narten Münch. Stud. 22, 57 ff., Sprache 14, 131 f. To the zero grade στρωτός answers Lat. strātus, Lith. stìrta f. `heap of hay, piled up heap, dry scaffolding' and Skt.stīrṇá- `spread out'. Disyllabic the full grade στορέ-σαι like Skt. a-starī-ṣ (2. sg.; midd. 3. sg. a-stari-ṣṭa, inf. stari-tavai; one expects * sterh₃- which would give στερο-, which has been metathesized to στορε-, but we don't know how or why; cf Schwyzer 752). Also στρῶμα has an exact counterpart, i.e. in Lat. strāmen, strāmentum `straw' (beside Skt. stárĩ-man- n. `expansion'; cf. Schwyzer 520 w. n. 5). Also agree στόρνη = ζώνη and Slav., e.g. Russ. storoná `region, side', both prob. as innovations. The isolated στορεύς (from *στόρος, -ά or innovation to στορ-έσαι, - νυμι?) represents also the same vowel grade as Russ. pro-tór m. `room, greatness' and Skt. pra-stará- m. `straw, cushion, flatness'. Further forms w. lit. in Bq, WP. 2, 638ff., Pok. 1029ff., W.-Hofmann s. sternō, Fraenkel s. stìrta, Vasmer s. prosterétь and storoná. On the stemformation esp. Strunk Nasalpräs. u. Aor. (1967) 113 f. Cf. still στέρνον and στρατός.Page in Frisk: 2,802-803Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στόρνυμι
См. также в других словарях:
τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… … Dictionary of Greek
παραφίνωση — Κατά την παρασκευή των νημάτων για την υφαντουργία και την εριουργία, είναι γενικά απαραίτητο να εναποτεθεί στην επιφάνεια του νήματος ένα ελαφρότατο στρώμα παραφίνης, για να στιλβωθούν και να προσκολληθούν οι ίνες στο νήμα, ώστε να λιπανθεί και… … Dictionary of Greek
ζελατινώδες περίβλημα — Στρώμα αποτελούμενο από γλυκοπρωτεΐνες και θειούχους πολυσακχαρίτες, που περιβάλλει το ωάριο πολλών οργανισμών. Χρησιμεύει για την προσέλκυση και την ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Συγκεκριμένα, μία γλυκοπρωτεΐνη του ζ.π. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… … Dictionary of Greek
Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… … Dictionary of Greek