-
1 στρωτός
στρωτός, gebreitet, hingelegt, untergelegt; λέχος, Hes. Th. 798; στρωτὰ βάλλουσαν φάρη, Soph. Trach. 912; ἐπὶ στρωτοῠ λέχους, Eur. Or. 313, στρωτὰ λέκτρα, Hel. 1277.
-
2 στρωτος
3(λέχος Hes., Eur.; φάρη Soph.)
-
3 στρωτός
στρωτόςspread: masc nom sg -
4 στρωτός
στρωτός, gebreitet, hingelegt, untergelegt -
5 στρωτός
η, ό[ν]1) разостланный; застланный, постланный; устланный; 2) мощёный; выстланный; 3) ровный, гладкий; плавный;στρωτός δρόμος — ровная дорога;
στρωτό γράψιμο — ровный почерк;
στρωτό βάδισμα — плавная походка;
στρωτά μαλλιά — гладкие волосы;
4) облегающий, хорошо сидящий (об одежде);στρωτό φόρεμα — платье сшито по фигуре
-
6 στρωτός
[строгое] επ разостланный, застланный, устланный, мощёный. -
7 στρωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρωτός
-
8 πορφυρό-στρωτος
πορφυρό-στρωτος, mit Purpurdecken belegt, πόρος, Aesch. Ag. 884.
-
9 φυλλό-στρωτος
φυλλό-στρωτος, mit Blättern, Laub überstreu't, bedeckt, λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους Eur. Rhes. 9.
-
10 χαμαί-στρωτος
χαμαί-στρωτος, auf der Erde gelagert, hingestreckt, νέκυς poet. bei Ath. XI, 460 b.
-
11 κερό-στρωτος
κερό-στρωτος, mit Horn belegt, Plin. H. N. 11, 37, 45.
-
12 κακό-στρωτος
κακό-στρωτος, schlecht hingebreitet, vom schlechten Lager, Aesch. Ag. 542.
-
13 εὔ-στρωτος
εὔ-στρωτος, wohl gebreitet, mit Polstern bedeckt, λέχος H. h. Ven. 158 Cer. 286; λέκτρα Nonn. D. 18, 164.
-
14 βαθύ-στρωτος
βαθύ-στρωτος, κοίτη, tiefgedeckt, weich gepolstert, Babr. 32, 7; λέκτρα Mus. 266.
-
15 λιθό-στρωτος
λιθό-στρωτος, mit Steinen belegt, gepflastert, ausgelegt, übh. von Steinen gebau't; νυμφεῖον, Soph. Ant. 1189; Sp., auch von musivischer Arbeit, vgl. Arr. Epict. 4, 7, 37.
-
16 ὀρθό-στρωτος
ὀρθό-στρωτος, τοῖχος, ὁ, eine grade, mit Marmor überlegte Wand, Hierocl. bei Stob. Floril. 67, 24.
-
17 ἄ-στρωτος
ἄ-στρωτος, unbedeckt, γυμνοὶ καὶ ἄστρωτοι Plat. Polit. 272 a; vgl. Prot. 321 c; ἀστρώτῳ πέδῳ πλευρὰς τιϑέντες Eur. Herc. fur. 52; ohne Decke u. ohne Bett, εὕδειν Epicharm.; ἵππος, ohne Pferdedecke, Sp.
-
18 στρωτά
στρωτόςspread: neut nom /voc /acc plστρωτά̱, στρωτόςspread: fem nom /voc /acc dualστρωτά̱, στρωτόςspread: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
19 ακαπί
στρωτός, η, ο1) невзнузданный; 2) перен. разнузданный, распущенный -
20 στρωτούς
στρωτόςspread: masc acc pl
См. также в других словарях:
στρωτός — spread masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτός — ή, ό / στρωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει στρωθεί, που έχει καλυφθεί, ο στρωμένος νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται για την ομαλότητά του, ομαλός, κανονικός (α. «στρωτό βάδισμα» β. «στρωτό γράψιμο» γ. «στρωτά μαλλιά» ίσια μαλλιά χωρίς… … Dictionary of Greek
στρωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. στρωμένος. 2. κανονικός, ομαλός: Τους έδωσε να μεταφράσουν ένα στρωτό κείμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρωτά — στρωτός spread neut nom/voc/acc pl στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc/acc dual στρωτά̱ , στρωτός spread fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῖς — στρωτός spread masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῖσι — στρωτός spread masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτοῦ — στρωτός spread masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτούς — στρωτός spread masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόστρωτος — κακόστρωτος, ον (Α) αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
φυλλόστρωτος — ον και φυλλοστρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ. β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
χαμαίστρωτος — ον, ΜΑ στρωμένος καταγής αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαίστρωτος χαμαιστρωσία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύ στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek