-
1 στρώμα
-
2 στρῶμα
-
3 στρῶμα
A anything spread or laid out for lying or sitting upon, mattress, bed, , cf. PEleph.5.5 (iii B.C.), etc.; used on the funeral bier, IG12(5).593.3 (Ceos, v B.C.), Schwyzer 323 C 29 (Delph., iv B.C.): pl., bedclothes, coverings of a dinner-couch, Ar.Ach. 1090, Nu. 37, 1069, al.; of a bird's nest, Arist.HA 616a2;σ. πορφυρόβαπτα Pl.
Com.208; coupled with ἱμάτια, ἔπιπλα, Lys.32.16; αἴρεσθαι τὰ ς. Ar.Ra. 596 (lyr.); σ. ὑποσπᾶν to pull the bed from under one, D.24.197: cf. .2 horsecloth, horse-trappings, X.Cyr.8.8.19, Antiph.109, cf. Poll.1.183; trappings of an ass, Luc.Asin.38. -
4 στρῶμα
στρῶμα, τό, Alles, was hingebreitet und untergelegt wird, um darauf zu liegen oder zu sitzen, Streu, Lager, Decke; Theogn. 1193; bes. Bett- und Tisch-, auch Pferdedecken, Ar. Ach. 1055 Nubb. 37 u. öfter; αἴρεσϑαι τὰ στρώματα, Rau. 596, vgl. Xen. Cyr. 5, 2, 19. 6, 2, 30. 8, 8, 19, ἐγκεκαλυμμένος ἐν κωδίοις τισὶ καὶ στρώμασι καὶ μάλα πολλοῖς, Plat. Prot. 315, d; Gorg. 517 d stehen ἱμάτια, στρώματα, ὑποδήματα neben einander; ὑπὸ τῷ αὐτῷ στρώματι κατακείμενος, Lys. 14, 25, l, d.; μηδένα πώποτ' ἐλεῆσαι, ἀλλὰ ϑύρας ἀφαιρεῖν καὶ στρώμαϑ' ὑποσπᾶν, Dem. 24, 197, das Bett unter dem Leibe wegreißen; ähnl. σὰ στρώματά μου πάντα περισπάσαντες Luc. Asin. 38. S. auch Ath. II, 29 (p. 48 ff.). – Weil die Teppiche bunt durchwirkt zu sein pflegten, hießen auch Bücher vermischtes Inhalts στρώματα, wie das noch vorhandene Buch des Clem. Alex. – Die Pfähle unter einer hölzernen Brücke, στρώματα γεφύρας πεπηγότα, Polyaen. 8, 23, 9.
-
5 στρωμα
- ατος τό1) подстилка, постель Arph., Arst., Dem., Luc.2) покрывало, ковер Arph., Arst., Plat.3) попона, чапрак Xen.4) скатерть Arph. -
6 στρῶμα
στρῶμα, τό, alles, was hingebreitet und untergelegt wird, um darauf zu liegen oder zu sitzen, Streu, Lager, Decke; bes. Bett- und Tisch-, auch Pferdedecken; μηδένα πώποτ' ἐλεῆσαι, ἀλλὰ ϑύρας ἀφαιρεῖν καὶ στρώμαϑ' ὑποσπᾶν, das Bett unter dem Leibe wegreißen. Weil die Teppiche bunt durchwirkt zu sein pflegten, hießen auch Bücher vermischtes Inhalts στρώματα, wie das noch vorhandene Buch des Clem. Alex. Die Pfähle unter einer hölzernen Brücke, στρώματα γεφύρας πεπηγότα -
7 στρώμα
τό1) слой, пласт;στρώμα άμμου — слой песка;
στρώμα χρώματος ( — или μπογιάς) — слой краски;
στρώμα από φύλλα — слой листьев;
2) перен. слой, прослойка;κοινωνικά στρώματα общественные слои; τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα низы, беднейшие слой общества; 3) матрас, тюфяк; 4) постель;στρώνω το στρώμα — стелить постель;
5) тех прокладка;§ είμαι στο στρώμα — быть больным, лежать в постели
-
8 στρῶμα
-ατος τό N 3 0-0-0-1-0=1 Prv 22,27bed, mattress -
9 στρώμα
[строма] ουσ ο слой, пласт, прослойка, матрац, ложе, постель. -
10 στρώμα
1) carapace2) couche3) matelas -
11 στρώμα
1) materac (m) rzecz.2) pokład (m) rzecz.3) warstwa (f) rzecz. -
12 στρώμα
1) vrstva2) žíněnka -
13 στρώμα
1) layer2) mattress3) sheetΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στρώμα
-
14 στρώμα (κρεββατιού)
el matal'as -
15 περί-στρωμα
περί-στρωμα, τό, Vorhang, Decke, Tapete, vgl. Ath. II, 48 c; D. Sic. 19, 22. – Auch Graben und Wälle um feste Plätze.
-
16 χορτό-στρωμα
χορτό-στρωμα, τό, Streu von Gras, Heu, bes. für das Vieh, Philox. gloss.
-
17 κατά-στρωμα
κατά-στρωμα, τό, das Hingebreitete, bes. das Schiffsverdeck; Her. 8, 118; Thuc. 1, 49; Plat. Lach. 184 a; Xen. Hell. 1, 4, 7; Sp., wie Plut.
-
18 ἐπί-στρωμα
ἐπί-στρωμα, τό, das Daraufgedeckte, Sp.
-
19 ὑπό-στρωμα
ὑπό-στρωμα, τό, das Untergebreitete, Lager, Polster, Streu, Xen. Hipp. 5, 2; – Verdeck des Schiffes, Suid.
-
20 στρώμαθ'
στρώ̱ματα, στρῶμαanything spread: neut nom /voc /acc plστρώ̱ματι, στρῶμαanything spread: neut dat sgστρώ̱ματε, στρῶμαanything spread: neut nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
στρῶμα — anything spread neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρώμα — το / στρῶμα, ΝΜΑ καθετί που στρώνεται πάνω σε κρεβάτι ή απευθείας σε δάπεδο και χρησιμεύει για κατάκλιση και ύπνο επάνω του, ιδίως ο επίπεδος ορθογώνιος σάκος από ανθεκτικό ύφασμα που είναι γεμάτος από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. μαλλί, βαμβάκι ή… … Dictionary of Greek
στρώμα — το 1.ό,τι καλύπτει μια επιφάνεια: Στρώμα σκόνης σκέπασε τα πάντα. 2. αυτό που τοποθετείται στο κρεβάτι για να γίνει μαλακό: Κοιμόταν σε μαλακό στρώμα. 3. ζώνη της ατμόσφαιρας ή της στερεής μάζας της Γης: Στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… … Dictionary of Greek
ασθενόσφαιρα — Στρώμα της Γης που βρίσκεται σε βάθος μεταξύ 75 και 250 χιλιομέτρων και, σύμφωνα με τα αποτελέσματα σεισμολογικών ερευνών, βρίσκεται σε κατάσταση μερικής τήξης. Πάνω στην α. θεωρείται ότι ολισθαίνει η λιθόσφαιρα, δηλαδή το στρώμα που περιλαμβάνει … Dictionary of Greek
στρῶμ' — στρῶμα , στρῶμα anything spread neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζελατινώδες περίβλημα — Στρώμα αποτελούμενο από γλυκοπρωτεΐνες και θειούχους πολυσακχαρίτες, που περιβάλλει το ωάριο πολλών οργανισμών. Χρησιμεύει για την προσέλκυση και την ενεργοποίηση των σπερματοζωαρίων. Συγκεκριμένα, μία γλυκοπρωτεΐνη του ζ.π. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… … Dictionary of Greek