Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κατάργματα

См. также в других словарях:

  • κατάργματα — κάταργμα first offerings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάταργμα — κάταργμα, τὸ (Α) [κατάρχω] (μόνο στον πληθ.) τὰ κατάργματα οι πρώτες προσφορές, τα προσφερόμενα κατά την έναρξη τής τελετής («χέρνιβάς τε καὶ κατάργματα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»