-
1 κάρυον
A nut, Ar.V.58, Pl. 1056, Theoc.9.21; κάρυα, = ἀκρόδρυα, Ath.2.52a (butτὰ κ. ἢ.. τὰ ἀκρόδρυα Thphr.Char. 11.4
); κ. πλατέα, i.e. filberts, X.An.5.4.29; esp. of walnuts, Batr. 31, Epich.150, Philyll.25, Gal.6.609; but this is prop. κ. βασιλικόν, Thphr.CP4.2.1, Agatharch.96, PCair.Zen.13.6 (iii B. C.), Dsc.1.125; or Περσικόν ibid.; κ. Εὐβοϊκόν sweet chestnut, Thphr.HP1.11.3,4.5.4; also κασταναϊκόν ib.4.8.11, Agatharch.43; κ. Ἡρακλεωτικόν filbert, Thphr.CP4.2.1, IG22.1013.19; alsoκ. Ποντικόν PCair.Zen.12.48
(iii B. C.), Dsc. 1.125, Ruf. ap. Orib.8.47.20; κ. πικρά almonds, Archig. ap.Gal.12.409, Erot. s.v. νίωπον; so κ. alone, LXXNu.17.8, Ph.2.162.II stone, kernel, Thphr.HP3.9.5; κ. κοκκυμήλου ib.4.2.5.III = ἠρύγγη, Dsc.3.21. -
2 κάστανα
A sweet chestnuts, Mnesith. ap. Ath.2.54b, v.l. in Gal.6.621, v.l. in Dsc.1.106:—also [full] κάστανοι, αἱ, Gal.Vict.Att.10; [full] καστανίαι (οἱ or αἱ ?) Dsc. l.c.; [full] καστάναια, τά, IG22.1013.19; [full] καστάνεια, τά, Heracleon ap.Ath.2.52b (καστάν<ε> ιος as Adj., φλοιός v.l. in Dsc.Eup.2.49); βάλανοι καστανικαί Gal.6.777,791; [full] καστηνοῦ (gen. sg.) Nic.Al. 269. [full] καστανέα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάστανα
См. также в других словарях:
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
κασταναϊκός — κασταναϊκός, όν (Α) φρ. «κασταναϊκόν κάρυον» το κάστανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καστάναιον + ικός (πρβλ. αρχα ϊκός, υμενα ϊκός)] … Dictionary of Greek