-
1 κάστανοι
κάστανοςchestnut-tree: fem nom /voc pl -
2 κάστανα
A sweet chestnuts, Mnesith. ap. Ath.2.54b, v.l. in Gal.6.621, v.l. in Dsc.1.106:—also [full] κάστανοι, αἱ, Gal.Vict.Att.10; [full] καστανίαι (οἱ or αἱ ?) Dsc. l.c.; [full] καστάναια, τά, IG22.1013.19; [full] καστάνεια, τά, Heracleon ap.Ath.2.52b (καστάν<ε> ιος as Adj., φλοιός v.l. in Dsc.Eup.2.49); βάλανοι καστανικαί Gal.6.777,791; [full] καστηνοῦ (gen. sg.) Nic.Al. 269. [full] καστανέα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάστανα
-
3 κάστανα
Grammatical information: n. pl.,Meaning: `sweet chestnuts' (Mnesith. ap. Ath. 2, 54b, Gal. Dsc. as v. l.)Compounds: As 2. member in βαλανο-κάστανον = βάλανος καστανικός (thus Gal.) and βολβο-κάστανον `earth-nut' (Alex. Trall.).Derivatives: καστάναια, - εια pl. = κάστανα (Att. inscr.), καστανέη `chestnut-tree', καστανεών `chestnut-forest' (Gp.), καστανικός (Gal.; s. above), κασταναϊκὸν κάρυον (Thphr.); Καστανὶς αἶα land in Anatolia (Nic. Al. 271; cf. Καστανέα = πόλις Μαγνησίας EM).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unclear is the η in καστηνοῦ (gen.) `chestnut-tree' (Nic. Al. 269). Anatolian?; cf. except the GN mentioned Arm. kask `chestnut', kaskeni `chestnut-tree'. - From κάστανον, - άνεια Lat. castanea (cf. e. g. picea), from where a. o. OHG chestinna, through new borrowing NHG Kastan(i)e. Further s. W.-Hofmann s. castanea. Fur. 389 has a variation κ \/ τ, but there is no Pre-Greek material for this (the k in Armenian may be due to assimilation). The variation - αια \/ - εια may be a Pre-Greek feature (Beekes, Pre-Greek, Suffixes sub 6. - αι-\/- ε(ι)-.Page in Frisk: 1,799Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάστανα
См. также в других словарях:
κάστανοι — κάστανος chestnut tree fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάστανος — κάστανος, ἡ (Α) 1. η καστανιά 2. στον πληθ. αἱ κάστανοι τα κάστανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάστανον αναλογικά προς άλλα θηλ. ον. δένδρων σε ος (πρβλ. φηγ ός)] … Dictionary of Greek
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Φρίντριχ, Κάσπαρ Ντάβιντ — (Friedrich, Γκράιφσβαλντ, Πρωσία 1774 – Δρέσδη 1840). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του γερμανικού ρομαντισμού. Λησμονήθηκε σχεδόν τελείως μετά τον θάνατό του, και μόνο στις αρχές του 20ού αι. άρχισαν να τον… … Dictionary of Greek