-
1 καρυοβαφής
κᾰρῠο-βᾰφής, ές,A stained with walnut-juice, EM492.55, cf. Hsch. s.v. karuxr (ou=s).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοβαφής
-
2 καρυόδενδρον
κᾰρῠό-δενδρον, τό,A walnut-tree, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυόδενδρον
-
3 καρυοκατάκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοκατάκτης
-
4 καρυοναύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοναύτης
-
5 καρυοπώλης
A nut-seller, Jahresh.16Beibl.51, prob. rest. in IG22.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοπώλης
-
6 καρυοτομία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοτομία
-
7 καρυόφυλλον
κᾰρῠό-φυλλον, τό,A dried flowerbud of the clove-tree, Eugenia caryophyllata, Alex.Trall.1.17, Febr.7, Paul.Aeg.7.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυόφυλλον
-
8 καρυοώδης
κᾰρῠο-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοώδης
-
9 καρυοωτὸς
II φιάλη καρυωτή cup adorned with a nut-shaped boss, IG11(2).161B30,al.(Delos, iii B. C.), OGI214.31 (Branchidae, iii B. C.), Semus16; alsoκ. λαμπάδια LXXEx.38.16
(37.19).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοωτὸς
-
10 καρυοῶτις
A date, Dsc.1.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοῶτις
-
11 κάρυον
Grammatical information: n.Meaning: `nut' (Epich., Ar., Thphr.).Compounds: Compp., e. g. καρυο-ναύτης `wo sails in a nut' (Lyc.); καρυό-φυλλον `dried flower-but of the clove, Eugenia caryophyllata' (medic.), folketymological adaptation of a loan (Skt. kaṭuka-phalam?; s. Maidhof Glotta 10, 11.).Derivatives: 1. καρύα f. `walnut-tree', esp. `hazel, Corylus avellana' (S., LXX, Thphr. usw.; on the gender Schwyzer-Debrunner 30). 2. Diminut.: καρύδιον (Philyll. 19) with καρυδόω `castrate', καρύδωσις (Hippiatr.); καρυΐσκος (LXX). 3. Adject.: καρύ-ϊνος `of nuts, nut-brown etc.', - ώδης, - ηρός `nut-like' (hell.); καρυωτός `with nut-like hump or fruit' (= `date-tree'), καρυῶτις f. `kind of date' (hell.); substant. καρυΐτης `kind of Euphorbia' (Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 53, Redard Les noms grecs en - της 72). 4. Adverb: καρυηδόν `like nuts' (medic.). 5. Verb: καρυατίζω `play with nuts' (Ph.; after the verbs in - ατίζω). - A further plural-form in καρυήματα κάρυα. Λάκωνες H. (after τραγήματα a. o.; Schwyzer 523, Chantraine Formation 178, Fraenkel Glotta 32, 26).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: All compared words differ from κάρυον and from one amother: Lat. carīna `ship's keel' (since Enn. and Plaut.), `shell of a nut' (Plin.), Welsh ceri (\< * carīso-) `pit of fruit'; Skt. karaka- m. `(shell of the) coco(a)-nut' (lex.), `jar for water'. Other doubts are: for Lat. carīna a Greek loan (from καρύϊνος = *`like a nut-shell' \> `ship's keel'?) as been supposed (W.-Hofmann s. v.); the priority of the meaning `coco-nut' beside `water-jar' for karaka- is doubted by Mayrhofer, see EWAia III 59 (later form). - The connection with a group * kar- `heart' (Pok. 531f.) is completely hypothetical. - Beside it occurs ἄρυα τὰ ΏΗρακλεωτικὰ κάρυα H., which suggests a Pre-Greek form, Fur. 591.Page in Frisk: 1,794-795Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάρυον
-
12 δένδρεον
Grammatical information: n.Meaning: `tree' (Hom., Pi.)Compounds: Compp. 1. subst. καρυό-, λιθό-, ῥοδό-, σταφυλό-; 2. many bahuvrihi's in - δενδρος; δένδρος n., m. (Ion. Dor.; s. below)Derivatives: δενδρ-ύφιον (Thphr.; s. Schwyzer 471 n. 7; untenable Specht Ursprung 267), δενδρίον (Agathokl.). - δενδρώδης `rich in trees' (Hp.), δενδρήεις `rich in trees' (Od.; s. Schwyzer 527), δενδρίτης, - ῖτις `belonging to the tree', also name of a stone (Thphr.; vgl. Redard Les noms grecs en - της [s. Index]), rare δενδρώτης, - ῶτις `with tree' (Hdn., E.; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 128 A. 2, Redard 13); δενδρικός `belonging to a tree' (Thphr.), δενδριακός `id.' (AP), δένδρινος `id.' (gloss.), δενδραῖος `from trees' (Nonn.), δενδράς f. `id.' (Nonn.). - δενδρών and δένδρωμα `thicket' (Aq.). - Denomin. δενδρόομαι, - όω `grow to a tree, change into a tree' (Thphr.) with δένδρωσις (Thphr.). - On δενδρυάζω s. δενδρύω.Etymology: The form δένδρος is from the plural forms δένδρεα, - έων (from δένδρεον) ; the usual Attic form δένδρον is also secondary (cf. ἀδελφός from ἀδελφεός? and Schwyzer 583.), Wackernagel Unt. 109f., Shipp Studies 21f., 55. - δένδρεον \< *δένδρεϜον agrees with the Germanic word for `tree', Goth. triu, OE treow `tree' etc., PGm. *treu̯a- \< IE *dreu̯o-; though the form of the reuplication is rare (not with DELG to γάγγραινα). Further s. δόρυ, δρῦς. (Skt. daṇḍá- m. `stick, club' acc. to Kuiper Proto-Munda Words in Sanskrit 75ff. is a local LW [loanword].) Janda, Stock und Stein (1977) assumes *dem-dreu̯-om `tree planted near the house', like Strunk, Analecta Indoeuropaea Cracoviensia, vol. II: Kurylowicz Memorial Volume. Part One. Ed. W. Smoczyński, 357-63. (But does this type of compound exist?).Page in Frisk: 1,365-366Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δένδρεον
См. также в других словарях:
κάρυο, εμετικό — Επιστημονική ονομασία φαρμακευτικής δρόγης, που προέρχεται από τα αποξηραμένα σπέρματα του στρύχνου του εμετικού (οικογένεια λογανιίδες), ενός δέντρου που φυτρώνει σε μερικές νότιες χώρες και νησιά της Ασίας (Σρι Λάνκα, Ταϊλάνδη, Ιάβα κ.α.).… … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
αλληλούια — I Εβραϊκή λέξη που σημαίνει «αινείτε τον Κύριον». Ήταν λειτουργικό επιφώνημα αγαλλίασης, το οποίο έψελνε ο χορός των Λευιτών και ανήκε στην ομάδα ψαλμών του Χαλέλ (ψαλμοί ριβ’ ριζ’ της ιουδαϊκής λειτουργίας) τους οποίους έψελναν στις γιορτές του… … Dictionary of Greek
βαμβακοκάρυο — το το καρύδι του μπαμπακιού, το οποίο περιέχει τις ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + κάρυο. Ηλ., στον λόγιο τ. βαμβακοκάρυον, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
γαρίφαλο — και γαρύφαλο και γαρούφαλο, το Ι. 1. το άνθος τής γαριφαλιάς 2. φρ. α) «το γαρίφαλο σέ μάρανε» για κακοντυμένο με γαρίφαλο στο πέτο β) «ο μόσχος, το γαρίφαλο και το μακεδονίσι» II. 1. ο αποξηραμένος κάλυκας τού άνθους τού τροπικού φυτού… … Dictionary of Greek
θαλασσοθραύστης — ο μεγάλος εξωτερικός κυματοθραύστης λιμανιού ο οποίος δεν συνδέεται με τις προκυμαίες ή με την υπόλοιπη ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυο θραύστης, κυματο θραύστης] … Dictionary of Greek
θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… … Dictionary of Greek
ινδικός — ή, ό (ΑΜ ινδικός, ή, όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς 2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία 3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν) κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική … Dictionary of Greek
καρεφύλλι — το μοσχοκάρφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αρχ. καρυό φυλλον] … Dictionary of Greek
καρυώδης — καρυώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κάρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ονειρ ώδης)] … Dictionary of Greek