-
1 δένδρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δένδρος
-
2 δένδρος
δένδρονtree: neut nom /voc /acc sg -
3 δένδρος
-ους τό N 3 1-0-0-0-0=1 Dt 22,6 -
4 δένδρεον
Grammatical information: n.Meaning: `tree' (Hom., Pi.)Compounds: Compp. 1. subst. καρυό-, λιθό-, ῥοδό-, σταφυλό-; 2. many bahuvrihi's in - δενδρος; δένδρος n., m. (Ion. Dor.; s. below)Derivatives: δενδρ-ύφιον (Thphr.; s. Schwyzer 471 n. 7; untenable Specht Ursprung 267), δενδρίον (Agathokl.). - δενδρώδης `rich in trees' (Hp.), δενδρήεις `rich in trees' (Od.; s. Schwyzer 527), δενδρίτης, - ῖτις `belonging to the tree', also name of a stone (Thphr.; vgl. Redard Les noms grecs en - της [s. Index]), rare δενδρώτης, - ῶτις `with tree' (Hdn., E.; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 128 A. 2, Redard 13); δενδρικός `belonging to a tree' (Thphr.), δενδριακός `id.' (AP), δένδρινος `id.' (gloss.), δενδραῖος `from trees' (Nonn.), δενδράς f. `id.' (Nonn.). - δενδρών and δένδρωμα `thicket' (Aq.). - Denomin. δενδρόομαι, - όω `grow to a tree, change into a tree' (Thphr.) with δένδρωσις (Thphr.). - On δενδρυάζω s. δενδρύω.Etymology: The form δένδρος is from the plural forms δένδρεα, - έων (from δένδρεον) ; the usual Attic form δένδρον is also secondary (cf. ἀδελφός from ἀδελφεός? and Schwyzer 583.), Wackernagel Unt. 109f., Shipp Studies 21f., 55. - δένδρεον \< *δένδρεϜον agrees with the Germanic word for `tree', Goth. triu, OE treow `tree' etc., PGm. *treu̯a- \< IE *dreu̯o-; though the form of the reuplication is rare (not with DELG to γάγγραινα). Further s. δόρυ, δρῦς. (Skt. daṇḍá- m. `stick, club' acc. to Kuiper Proto-Munda Words in Sanskrit 75ff. is a local LW [loanword].) Janda, Stock und Stein (1977) assumes *dem-dreu̯-om `tree planted near the house', like Strunk, Analecta Indoeuropaea Cracoviensia, vol. II: Kurylowicz Memorial Volume. Part One. Ed. W. Smoczyński, 357-63. (But does this type of compound exist?).Page in Frisk: 1,365-366Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δένδρεον
-
5 δένδρεον
δένδρεον, [full] δένδρον, and [full] δένδρος, τό (late δένδρος, ὁ, Ath.Med. ap. Orib.inc.7.4), δένδρεον always in [dialect] Ep. (δενδρέῳ, δενδρέων, disyll., Il. 3.152, Od.19.520), also [dialect] Ion., Hdt.4.22, and [dialect] Dor., IG4.951.90 (Epid., iii B. C.); [dialect] Aeol. [full] δένδριον Theoc.29.12; later [dialect] Ep. [full] δένδρειον, τό, Arat. 1008, Nic.Th. 832: δένδρος, τό, nom., IG14.1934i3; acc., Hdt.6.79; gen.Aδένδρεος IG4.951.91
, ; dat. δένδρει, [dialect] Ion.- εϊ Hp.Nat.Puer.26
, MenoIatr.33.4, Arr.Ind.7.11: nom. pl.δένδρη E.Fr.484.5
, Pherecr.130.9, IG4.951.121, PHal.1.99 (iii B. C.), Ant.Lib.31.5; dat. pl.δένδρεσι Hdt.2.138
, Hp.Nat.Puer.26 (and so usu. in [dialect] Att. Prose. as Th.2.75, Pl.Lg. 625b, cf. Moer.131, and later, as BCH12.27 ([place name] Mylasa), Str.2.1.14), late δενδράσι v.l. in J.BJ6.1.1: indeterminate forms, nom. pl.δένδρεα Hecat.292
(a)J., Hdt.1.17, al., E.Ba. 563(lyr.); gen.δενδρέων Hdt.1.202
, al., Tab.Heracl.1.129, al.: δέδρον, τό, first in Hdt.1.193, 3.107, regul. in [dialect] Att., Lys.7.28, etc., and later Gr. (exc. in dat. pl., v. supr.), cf. Ael.Dion.Fr. 119:— tree: δένδρον ἐλάας an olive-tree, Ar.Av. 617; δ. ἄρκτου, = ἀκτῆ, Ps.-Dsc.4.173; δένδρα fruit- or mast-bearing trees, opp. ὕλη, timber, Th.4.69;δ. ἥμερα καὶ ἄγρια Hdt.8.115
; tall plants,Id.
1.193 (so of rattan, Thphr.HP5.4.7; mustard, Ev.Matt.13.32);αὖον δ.
stick,Call.
Fr.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δένδρεον
-
6 βαθύδενδρος
βᾰθῠ-δενδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύδενδρος
-
7 καλλίδενδρος
καλλῐ-δενδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίδενδρος
-
8 κλυτόδενδρος
κλῠτό-δενδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλυτόδενδρος
-
9 μεγαλόδενδρος
μεγᾰλό-δενδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόδενδρος
-
10 παχύδενδρος
πᾰχύ-δενδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παχύδενδρος
-
11 πολύδενδρος
πολῠ-δενδρος, ον,A abounding in trees, of a country, Str.17.3.4: heterocl. dat. pl. (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύδενδρος
-
12 φιλόδενδρος
φῐλό-δενδρος, ον,A fond of trees or the wood, APl.4.233 (Theaet.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόδενδρος
-
13 ἀγλαόδενδρος
ἀγλαό-δενδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγλαόδενδρος
-
14 ἠυγένειος
ἠῠ-γένειος, [suff] ἠῠ-γενής, [suff] ἠῠ-δενδρος, [suff] ἠῠ-κάρηνος, [suff] ἠῠ-κομος, [suff] ἠῠ-πυργος, etc., [dialect] Ep. and Lyr. for εὐ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠυγένειος
-
15 ἰσόδενδρος
ἰσό-δενδρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόδενδρος
-
16 ἰτέα
-
17 ὀλιγόδενδρος
ὀλῐγό-δενδρος, ον,A having few trees, Sch.D.T.p.152 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγόδενδρος
-
18 ὄψις
I objective, aspect, appearance of a person or thing,πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς Il.6.468
;εἰσορόων ὄ. τ' ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων 24.632
, cf. S.Ph. 1412 (anap.);δῶρον, οὐ σπουδαῖον εἰς ὄ. Id.OC 577
; πλείω τὴν ὄ. παρείχετο made the appearance greater, Th.6.46;ἀξιόλογον ὄ. παρέχεται τὸ δένδρος PCair.Zen. 157.4
(iii B. C.);ὥστε ὄ. καλὴν φαίνεσθαι X.An.5.9.9
;εἰκάζεσθαι ἀπὸ τῆς φανερᾶς ὄ. Th.1.10
;τὴν ὄ. τοῦ σώματος προορᾶν Id.7.44
: the acc. is used abs., in appearance,τῷ ὄψιν ἐειδόμενος Pi.N.10.15
;στρογγύλος τὴν ὄ. Hermipp.4
;ἀστειότατον τὴν ὄ. Alex.59
; καλός τε κἀγαθὸς τὴν ὄ. Pl.Prm. 127b; ἀπὸ τῆς ὄ. Ἑλληνικός to judge from his looks, Antiph. 33.2; soἐκ τῆς ὄ. POxy. 37 ii 3
(i A. D.).b countenance, face, E. Med. 905, Pl.Phdr. 240d, 254b, etc.; διοίδησις ὅλης ὄ. Herod.Med. in Rh.Mus.58.83, cf. Sor.1.44, Philum. ap. Aët.9.7; οὐκ ἄξιον ἀπ' ὄψεως οὔτε φιλεῖν οὔτε μισεῖν οὐδένα by the face or look merely, Lys.16.19; ἀδήλως τῇ ὄ. πλασάμενος so that nothing could be learnt from his countenance, Th.6.58;τίνι δεδούλωταί ποτε; ὄψει Men.541.2
: pl., Alex.98.6, Anaxandr.41.38.2 thing seen, sight,φοβερὰν ὄ. προσιδέσθαι A.Pers.48
(anap.), cf. Supp. 567 (lyr.);ὁρῶ Πυλάδην.., ἡδεῖαν ὄ. E.Or. 727
, cf. Pl.Lg. 887d, etc.; ἄλλην ὄ. οἰκοδομημάτων other architectural sights, Hdt.2.136; τὰ δὲ χρήματα.. ἔστιν ὄψις mere outside show, Antiph.33.2;πολλὴν ὄ. παρασχόντα ἔπειτα μηδὲν ὠφελῆσαι Hp. Art.44
; of scenic representations, Arist.Po. 1453b1, al.; ὁ τῆς ὄ. κόσμος ib. 1449b33: pl., ib. 1462a16.3 vision, apparition, Hdt.1.39, etc.;ὄ. ἐν τῷ ὕπνῳ Id.3.30
, al.;ὄ. ἐνυπνίου Id.8.54
;ὄ. ὀνείρου Id.1.38
;ὄ. ἔννυχοι A.Pr. 645
, cf. Ag. 425 (lyr.), S.El. 413, E.Hec.72 (lyr.), IG42(1).121.11 (Epid., iv B. C.), etc.II subjective, power of sight or seeing, vision, ὄψει τινὰ ἰδεῖν, ἐσιδεῖν, Il.20.205, Od.25.94, cf. Heraclit.55, Democr.11, Emp.4.10, Th.7.75, etc.; τῆς ἐμῆς ὄ. Hdt.2.99, 147;τῆς ὄ. στερηθῆναι Id.9.93
, etc.; οὐ τὸ δρασθὲν πιστότερονὄψει λαβόντες ἢ τὸ ἀκουσθέν Th.3.38
; οὐ καθορωμένους τῇ ὄ. νυκτὸς οὔσης ib. 112.b act of seeing or looking,ἡ εἰς τὸ ἄνω ὄ. Pl.Cra. 396b
; sense of sight, Arist.de An. 428a6, Mete. 369b9; τὰ διὰ τῆς ὄ., of pleasures, Id.EN 1118a3, etc.c pl., organs of sight, eyes, ὄψεις μαρᾶναι to quench the orbs of sight, S.OT 1328, cf. Ant.52, Heraclit. 26;τὸ κάλλος πάντων εἷλκε τὰς ὄ. ἐπ' αὐτόν X.Smp.1.9
; ἀσθενῖ ( = -εῖ) τὰς ὄ. POxy.911.6 (iii A. D.): so in sg., ἐστερήθη τῆς μιᾶς ὄ. Plb.3.79.12: sg. in collective sense, the eyes, [ ἰχθῦς] λευκὴν ἔχοντες τὴν ὄ. Arist. HA 602a11, cf. PA 656b29.d Medic., iris of the eye, Hp.Prorrh. 2.19 (but eye-ball or eye, Id.Prog.7 (pl.)); also, pupil, Ruf.Onom. 23.e of the visual rays which were supposed to proceed from the eyes, Pl.Ti. 45c, 46b, Arist.Mete. 343a13, 370a19: in other places Arist. controverted this Empedoclean theory, Sens. 437b14.2 view, sight, ἀπικνέεσθαι ἐς ὄψιν τινί come into one's sight, i.e. presence, Hdt.1.136; εἰς ὄψιν τινὸς or τινὶ ἥκειν, μολεῖν, ἐλθεῖν, περᾶν, A.Ch. 215, Pers. 183, E.Med. 173 (anap.), Or. 513; καλέσαι τινὰ ἐς ὄ. Hdt.5.106; ἀποφαίνειν τί τινι ἐς ὄ. Id.4.81;λυπηρὰς τῇ ὄ. ἀχθηδόνας προστιθέμενοι Th.2.37
;ἐν ὄ. τοῦ δήμου Plu.TG12
; κατ' ὄψιν in person, ὡς ἐνετειλάμην σοι κατ' ὄ. as I enjoined you when with you, POxy.1154.4 (i A. D.), cf. 117.3 (ii/iii A. D.), etc.b dignity, position,κατὰ τὴν ἐμὴν ὄ. καὶ ὑπόλημψιν PLond.1.77.59
(vi A. D.); ἡ τῶν γονέων ἡμῶν προτεραία ὄ. PMasp. 2 iii6 (vi A. D.).
См. также в других словарях:
δένδρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (38 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγράφων. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 128 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
δένδρος — δένδρον tree neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγας Δένδρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 91 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται Α της λίμνης Τριχωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. Υπήρξε η γενέτειρα του διδασκάλου του Γένους Ευγένιου Γιαννούλη (1597)… … Dictionary of Greek
κατάδενδρος — η, ο (Α κατάδενδρος, ον) γεμάτος δένδρα («κατάδενδρο νησί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δένδρος (< δένδρος), πρβλ. έν δενδρος, σύν δενδρος] … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
καλλίδενδρος — καλλίδενδρος, ον (Α) (για τόπο) 1. αυτός που έχει ωραία δένδρα 2. αυτός που έχει πλούσια δενδροφυτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. μεγαλό δενδρος, ολιγό δενδρος] … Dictionary of Greek
κλυτόδενδρος — κλυτόδενδρος, ον (Α) αυτός που είναι περίφημος για τα δένδρα του («κλυτοδένδρου Πιερίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. αγλαό δενδρος, φιλό δενδρος] … Dictionary of Greek
παχύδενδρος — ον, Α αυτός που έχει πυκνή συστάδα δέντρων ή αυτός που έχει χοντρά δέντρα («παχυδένδροις ἄλσεσιν», Ιμέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παχυ * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. καλλί δενδρος] … Dictionary of Greek
πρόσδενδρος — ον, Α (για ερπυστικά φυτά) αυτός που προσκολλάται σε δένδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά δενδρος] … Dictionary of Greek
σύνδενδρος — η, ο / σύνδενδρος, ον, ΝΑ (για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν τόπος κατάφυτος από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά δενδρος] … Dictionary of Greek
φιλόδενδρος — η, ο / φιλόδενδρος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το φιλόδενδρο βοτ. α) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αροϊδες και το οποίο περιλαμβάνει 200 250 είδη μικρών δένδρων, αναρριχώμενων θάμνων, επίφυτων και,… … Dictionary of Greek