Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καρυΐτης

См. также в других словарях:

  • καρυΐτης — καρυΐτης, ὁ (Α) 1. αυτός που μοιάζει με καρύδι 2. φρ. «τιθύμαλλος καρυΐτης» το φυτό ευφόρβιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. ίτης (πρβλ. γαλακτ ίτης, μελιτ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

  • καρυίτην — καρυί̱την , καρυίτης like a nut masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»