-
1 λιθόβασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόβασις
-
2 λιθοβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοβλής
-
3 λιθόβλητος
λῐθό-βλητος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόβλητος
-
4 λιθόγληνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόγληνος
-
5 λιθογλύπτης
A sculptor in stone, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθογλύπτης
-
6 λιθογλυφία
λῐθο-γλῠφία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθογλυφία
-
7 λιθογλύφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθογλύφος
-
8 λιθογλώχιν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθογλώχιν
-
9 λιθογνωμικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθογνωμικός
-
10 λιθογνώμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθογνώμων
-
11 λιθογόνος
λῐθο-γόνος, ον,A = λιθοποιός 11, Dsc.Eup.2.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθογόνος
-
12 λιθογράφος
A v. λιθογλύφος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθογράφος
-
13 λιθοδαίδαλος
λῐθο-δαίδᾰλος, ον,A cunningly fashioned in stone, App.Anth.2.534 (Halic.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοδαίδαλος
-
14 λιθόδενδρον
λῐθό-δενδρον, τό,A branching coral, Dsc.5.121.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόδενδρον
-
15 λιθοδερκής
λῐθο-δερκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοδερκής
-
16 λιθόδερμος
λῐθό-δερμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόδερμος
-
17 λιθοδικτέω
λῐθο-δικτέω, (fort. - δικέω)A throw stones at, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοδικτέω
-
18 λιθόδμητος
λῐθό-δμητος, ον,A stone-built, AP9.570 (Phld.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθόδμητος
-
19 λιθοδόμητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοδόμητος
-
20 λιθοδόμος
λῐθο-δόμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοδόμος
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Επιγραφικό (Αθηνών) — Καταλαμβάνει μέρος του κτιρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (βλ. λ.), αλλά διαθέτει ξεχωριστή είσοδο από την οδό Τοσίτσα 1. Η πλούσια συλλογή του, που περιλαμβάνει περίπου 14.000 επιγραφές, οι περισσότερες από την Αττική και άλλες από την… … Dictionary of Greek
άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… … Dictionary of Greek
βάσανος — η (AM βάσανος) λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο) αρχ. μσν. βασανιστήριο, σωματική κάκωση 2. πόνος, ταλαιπωρία αρχ. 1. η λυδία λίθος,… … Dictionary of Greek
θειοποιώ — θειοποιῶ, έω (Α) θεοποιώ, κάνω κάποιον ή κάτι θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + ποιώ (< ποιός < ποιώ), πρβλ. θαυματο ποιώ (< θαυματο ποιός), λιθο ποιώ (< λιθο ποιός)] … Dictionary of Greek
λίθινος — η, ο (AM λίθινος ίνη, ον, Α θηλ. και ος) [λίθος] κατασκευασμένος από λίθο, πέτρινος (α. «λίθινος φράχτης» β. «τράφε λιθίνῳ... ἔνδον τέγει», Πίνδ.) νεοελλ. φρ. «λίθινη εποχή» η λιθική εποχή μσν. αρχ. μτφ. σκληρός, άπονος («ἐκσπάσω τὴν καρδίαν τὴν… … Dictionary of Greek
λαεργής — λαεργής, ές (Α) κατασκευασμένος από λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργής, μυλο εργής] … Dictionary of Greek
λιθικός — ή, ό (AM λιθικός, ή, όν) [λίθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λίθους νεοελλ. φρ. «λιθική εποχή» η εποχή τής προϊστορίας τού ανθρώπου και τής ανάπτυξης τής βιοτεχνίας και τού πολιτισμού του, κατά την οποία ως κύριο υλικό κατασκευής… … Dictionary of Greek
λιθοποιός — λιθοποιός, όν (AM) 1. αυτός που μεταβάλλει κάτι σε λίθο 2. αυτός που παράγει λίθο στην ουροδόχο κύστη … Dictionary of Greek