Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλλι-πάρθενος

См. также в других словарях:

  • πολυπάρθενος — ον, Α (για χώρα) αυτή που έχει πολλά κορίτσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παρθένος (πρβλ. καλλι πάρθενος)] …   Dictionary of Greek

  • ευπάρθενος — εὐπάρθενος, ον (Α) 1. (για πόλη ή χώρα) αυτός που έχει ωραία κορίτσια, ωραίες παρθένους 2. ωραία κόρη («εὐπάρθενε Δίρκα», Ευρ.) 3. αγνή κόρη («Ἄρτεμι... εὐπάρθενε», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρθενος (< παρθένος), πρβλ. αει πάρθενος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»