-
1 καλλι-πάρῃος
καλλι-πάρῃος, schönwangig; Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il. 1, 143 Od. 15, 123; παρϑένος Ant. Th. 46 (IX, 96).
-
2 καλλιπάρηος
A beautiful-cheeked, Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il.1.143, Od.15.123;Λητώ Il.24.607
, al., cf. B.19.4 (prob. l.), AP9.96(Antip. Thess.):— written [suff] καλλι-πάρειος Poll.2.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπάρηος
-
3 καλλιπάρῃος,
καλλι-πάρῃος, u. καλλι-πάρειος, schönwangig -
4 καλλιπάρειος
καλλι-πάρῃος, u. καλλι-πάρειος, schönwangig -
5 καλλιπάρῃος
καλλι-πάρῃος ( παρειά): faircheeked.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καλλιπάρῃος
-
6 καλλιπαρηος
-
7 παρειαί
Grammatical information: f. pl.Meaning: `cheeks' (Il.).Other forms: sg. - ιά (trag.) rare (for - ιᾰ?; cf. ἀγυιαί. - ιᾰ), Aeol. παραῦαι pl. (Theoc. 30, 4 [cod. - αύλαις], Hdn.).Dialectal forms: Myc. parawajo du. `bridle' ? (cf. Gallavotti Riv. fil. class. 89, 171 f.).Compounds: As 2. member e.g. in καλλι-πάρῃος (- ηος, - ειος) `having fair cheeks' (Il.), μαλο-πάραυος (Aeol.) = λευκο-πάρειος (Theoc., H.; prop. "having apple-coloured cheeks"), εὑ-πάραος = εὑ-πάρειος (Pi.).Derivatives: Also παρήϊον, -α n. sg. a. pl. `cheek(s), bridle' (Hom.; Ceos Va?). -- Deriv.: 1. παρηΐς, - ίδος (- ῄς, -ῃ̃ δος) f. `cheek' (trag., AP; Schwyzer 465); 2. παρειάς (-ηϊάς), - άδος f. `cheek, cheek band' (hell. ep., medic.); 3. παρείας ( ὄφις) m. `kind of snake' (after the hell stains on both sides of the neck; Att.); also παρούας (Apollod. ap. Ael.; after οὖς).Origin: IE [Indo-European] [785] *h₂e\/ous- `ear'Etymology: From *παρ(α)-αυσ-ια, - ιον (also -ᾱ?), after Pott, Curtius Bechtel Lex. a.o. prop. "what is beside the ears", old hypostasis of παρά and the e-grade of οὖς (in Lith. aus-ìs a.o., see s.v. οὖς) with ια-, ιο-suffix. Not with J. Schmidt Pluralbild. 407 n. 1 rather as "what is beside the mouth", to Lat. ōs `mouth', Av. aošta `the (both) lips' etc. For Potts interpretation speaks OIr. aras m. `temples' from *par-ausi̯os; further the Gall. PlN Arausio `Orange' (Thurneysen KZ 59, 13)? -- The Gr. words are phonetically not quite clear; cf. Schwyzer 258 a. 349, Bechtel Lex. s.v., Wackernagel Unt. 60 n. 1, Adrados Emer. 18, 411. S. also WP. 1, 168, Pok. 785. Cf. Szemerényi, St. Micenei 3(1967)63ff. and the discussion in DELG. Further Forssman Unters.153, Ruijgh Etudes $ 32.Page in Frisk: 2,474Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > παρειαί
См. также в других словарях:
ιπποπάρηος — ἱπποπάρῃος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλα μάγουλα, μεγάλες παρειές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + παρῃος (< παρηιά «μάγουλο»), πρβλ. καλλι πάρηος, χαλκο πάρηος (βλ. και λ. ιππό κρημνος)] … Dictionary of Greek
μεγαλοπάρηος — μεγαλοπάρῃος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες παρειές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πάρῃος (< παρειαί), πρβλ. καλλι πάρηος, χαλκο πάρηος] … Dictionary of Greek
παρειά — η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα 1. το μέρος τού προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο 2. ναυτ. η μάσκα τού πλοίου αρχ. 1. τα πλάγια τής περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια τού… … Dictionary of Greek
φοινικοπάρηος — και δωρ. τ. φοινικοπάραος, ον, Α (για πλοίο) αυτός τού οποίου οι δύο πλευρές τής πλώρης είναι βαμμένες με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πάρηος / παραος (< παρειαί «μάγουλα», βλ. λ. παρειά), πρβλ. καλλι… … Dictionary of Greek