-
1 καλλιπαρθενος
21) изобилующий прекрасными девами, т.е. нимфами(Νείλου ῥοαί Eur.)
2) принадлежащий прекрасной деве, девичий(δέρη Eur.)
-
2 καλλιπάρθενος
καλλιπάρθενοςwith beautiful nymphs: masc /fem nom sg -
3 καλλιπάρθενος
καλλι-πάρθενος, ον,A with beautiful nymphs,Νείλου.. κ. ῥοαί E.Hel.1
; δέρη κ. neck of a beauteous maiden, Id.IA 1574:—later [suff] καλλι-παρθένιος, ον, πηγή Inscr.Magn.252
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλιπάρθενος
-
4 καλλιπάρθενος
-
5 καλλιπάρθενον
καλλιπάρθενοςwith beautiful nymphs: masc /fem acc sgκαλλιπάρθενοςwith beautiful nymphs: neut nom /voc /acc sg -
6 καλλιπαρθένου
καλλιπάρθενοςwith beautiful nymphs: masc /fem /neut gen sg -
7 καλλιπαρθένους
καλλιπάρθενοςwith beautiful nymphs: masc /fem acc pl -
8 καλλιπάρθενε
καλλιπάρθενοςwith beautiful nymphs: masc /fem voc sg -
9 καλλιπάρθενοι
καλλιπάρθενοςwith beautiful nymphs: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
καλλιπάρθενος — καλλιπάρθενος, ον (AM) το θηλ. ως ουσ. ἡ καλλιπάρθενος η ωραία παρθένα αρχ. αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παρθένος] … Dictionary of Greek
καλλιπάρθενος — with beautiful nymphs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπάρθενον — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem acc sg καλλιπάρθενος with beautiful nymphs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπαρθένου — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπαρθένους — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπάρθενε — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπάρθενοι — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
καλλιπαρθένιος — καλλιπαρθένιος, ον (Α) καλλιπάρθενος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παρθέν ιος (< παρθένος)] … Dictionary of Greek
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek