Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλλιπάρθενος

См. также в других словарях:

  • καλλιπάρθενος — καλλιπάρθενος, ον (AM) το θηλ. ως ουσ. ἡ καλλιπάρθενος η ωραία παρθένα αρχ. αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παρθένος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιπάρθενος — with beautiful nymphs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπάρθενον — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem acc sg καλλιπάρθενος with beautiful nymphs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπαρθένου — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπαρθένους — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπάρθενε — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπάρθενοι — καλλιπάρθενος with beautiful nymphs masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • καλλιπαρθένιος — καλλιπαρθένιος, ον (Α) καλλιπάρθενος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παρθέν ιος (< παρθένος)] …   Dictionary of Greek

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»